05.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
02.07.2017
01.07.2017
01.07.2017
30.06.2017
30.06.2017
30.06.2017
29.06.2017
29.06.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•
Τα αθλητικά καλοκαίρια λείπουν σε ταξίδι για δουλειές
Οι «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού καταγράφουν την πορεία μιας παρέας νέων ανθρώπων στα χρόνια, ξεκινώντας από το καλοκαίρι του 1987 και την κατάκτηση του ευρωμπάσκετ και φτάνοντας στο καλοκαίρι του 1994 και το 0 – 10 γκολ στο μουντιάλ. Ο Γραμματικός έπαιξε με αυτά τα δύο αθλητικά ορόσημα, του ανέλπιστου θριάμβου και της παταγώδους αποτυχίας, για να μιλήσει για τη σταδιακή αλλαγή των ανθρώπων και των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Η έμπνευσή του δεν ήταν από το πουθενά, τα καλοκαίρια μας τις ήσυχες μεταπολιτευτικές δεκαετίες είχαν χρώμα αθλητικό. Στο ούτως ή άλλως ορφανό από κορυφαίες αθλητικές διοργανώσεις καλοκαίρι του 2015, το κενό ήρθε να καλύψει και με το παραπάνω η πολιτική, φορτισμένη μάλιστα έντονα και με στοιχεία ιστορικότητας. Αντί για γιουρομπάσκετ - γιούρογκρουπ, αντί για ολυμπιάδες - σύνοδοι κορυφής, αντί για γιούρο – γιουρογουόρκινγκ γκρουπ, αντί για μουντιάλ – ολονύχτιες συνεδριάσεις της Βουλής. Όχι, δεν μας έλειψαν φέτος καθόλου οι θερινές συγκινήσεις, απλά αντί να τις παίρναμε από τον αθλητισμό, τις εισπράτταμε αναβαθμισμένες με την επίγνωση -ή μήπως την ψευδαίσθηση;- ότι εδώ κρίνονται πολύ περισσότερα από συμβολικές καταξιώσεις κι απαξιώσεις. Το κλισέ λέει πως ο αθλητισμός είναι το πιο σημαντικό - ασήμαντο πράγμα στον κόσμο, οπότε φέτος το καλοκαίρι το σασπένς και το δράμα κινούνταν στη σφαίρα του σημαντικού και όχι του συμβολικού, αν και η αλήθεια είναι πως μεγάλο τμήμα της δημόσιας συζήτησης είχε να κάνει -είτε ως αυθεντική αγωνία, είτε προπαγανδιστικά- και με τη συμβολική διάσταση του διακυβεύματος αναφορικά με το στάτους και την ταυτότητα της χώρας.
4 Ioυλίου, παραμονή του δημοψηφίσματος, τα ραδιόφωνα έπαιζαν αφιερώματα για την κατάκτηση του γιούρο της Πορτογαλίας το 2004. Μετά τη νίκη στα προημιτελικά επί της Γαλλίας, είχα πάει με φίλους στον ημιτελικό με την Τσεχία. Με ευρώ στην τσέπη ταξιδέψαμε με τσάρτερ στο Πόρτο, αλλά πέραν της τεχνικής ευκολίας του ότι δεν χρειάστηκε να κάνουμε συνάλλαγμα, το γεγονός πως είχαμε το ίδιο νόμισμα με τους Πορτογάλους δεν με έκανε να νιώθω περισσότερο ευρωπαίος, δεν μου προξένησε κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα, δεν με έκανε βασικά να νιώθω οτιδήποτε. Δεν νιώθεις με τα νομίσματα. Θα μου πεις πως δεν έχει σημασία αυτό, πως γέμισαν οι γαλάζιες εξέδρες του Ντραγκάο και μετά του Ντα Λουζ με εύκολα δανεικά λεφτά, θα μου πεις πως το ευρώ μου επέτρεψε να νιώσω ό,τι ένιωσα στον ημιτελικό. Θα σου πω πως αυτά είναι βλακείες, θα σου πω, θα μου πεις, λέγαμε όχι, λέγατε ναι, από την κατάκτηση του γιούρο όταν βγαίναμε στους δρόμους όλοι μαζί πανηγυρίζοντας, ως τώρα όταν με διακύβευμα το γιούρο βγήκαμε χωρισμένοι για το ναι και το όχι, μέχρι να βγει στις κάλπες πανηγυρικά το όχι και μια βδομάδα αργότερα στις διαπραγματεύσεις κάτι που έμοιαζε τόσο πολύ με εξαναγκασμένο ναι.
Αν οι ελληνικές ταινίες ήταν μπλοκμπάστερ με σίκουελ, ο Γραμματικός θα μπορούσε να γυρίσει τώρα την ιστορία μιας παρέας φίλων από το μαγικό καλοκαίρι του 2004 ως το ιστορικό καλοκαίρι του 2015. Το καλοκαίρι του 2004, που είχε και την έκσταση μιας από τις μεγαλύτερες αθλητικές εκπλήξεις της ιστορίας, είχε και το βίωμα της τελετής έναρξης της Ολυμπιάδας, είχε όμως και δίπλα σε αυτά τα ωραία, τους νεκρούς εργάτες των ολυμπιακών έργων, τα ούρα και τα ατυχήματα με την μηχανή του Κεντέρη, τις δηλώσεις περί ελληνικού DNA της αθλήτριας που έτρεξε για μια χρονιά πιο γρήγορα από όλες και πριν και μετά σχεδόν δεν ξαναϋπήρξε στον διεθνή ανταγωνισμό, είχε τις ελεεινές γιούχες στον τελικό των 200 μέτρων, είχε ακόμη και μαχαιρώματα όσων τόλμησαν να βγουν στην Ομόνοια με ελληνικές σημαίες, μη όντας Έλληνες από τριάντα γενιές πριν, όπως οι μαχαιρωτές τους. Το καλοκαίρι της ελληνικής υπεροχής, το καλοκαίρι που η Ελλάδα ήταν τόσο ισχυρή ώστε έκανε και Ολυμπιακούς, το καλοκαίρι που η Ελλάδα δεν ήξερε τι πάει να πει γιούρογκρουπ.
Για να φτάσουμε στη διοργάνωση του φετινού καλοκαιριού, όπου ζήσαμε το αφήγημα μιας χώρας που προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο έχοντας χρεοκοπήσει, μετατρέποντας την ιστορία της δικής της χρεοκοπίας (που προφανέστατα δεν ήταν μόνο δική της, που προφανέστατα ήταν άμεσα συνδεδεμένη και με τον σχεδιασμό της ευρωζώνης και με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-08, πάντως ήταν και δική της) σε αφήγημα αντίστασης και θριάμβου. Στο ρόλερ κόστερ των συγκινήσεων, με την μπάλα να ανεβοκατεβαίνει στις δυο εστίες, όλα παιζόνταν ως την τελευταία στιγμή, όλα παίζονταν μέχρι να βγει ο Τσίπρας στις εννέα το πρωί μιας Δευτέρας παραδομένος και ηττημένος. Μέχρι να βγει ελπίζαμε. Μην ρωτάς σε τι ακριβώς. Ίσως στη συνέχιση μιας αφήγησης αντίστασης κι ανατροπής, μιας αφήγησης στην οποία είμαστε πρωτοπόροι αντί ουραγοί. Παραδόξως είμαστε με έναν τρόπο και τα δύο. Μαζί. Δημιουργούμε σε μεγάλο βαθμό τα στραβά της μοίρας μας, αλλά έχουμε και την λόξα να κοιτάμε και την μεγαλύτερη εικόνα, έχουμε και την λόξα να μη συμβιβαζόμαστε αμαχητί με αυτήν την μοίρα. Κι αυτός ίσως είναι εθνικός ζωτικός μύθος κι ανάγκη για βαυκαλισμό, ίσως όμως κι όχι, ίσως η συχνή παράκαμψη των κανόνων, να συμβαδίζει με την παραδοχή το ότι οι κανόνες δεν είναι γραμμένοι σε πέτρα από το Θεό, αλλά πάσχουν κι αυτοί, πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ότι εμείς δεν τους εφαρμόζουμε σωστά, αλλά κι ότι αυτοί ήταν, είναι και θα είναι λάθος.
Tags: