• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Με καινούριες αϊδέες
Old Boy | 14.06.2015 | 01:14
Γνώμη μου είναι ότι η Εθνική του ποδοσφαίρου αγαπήθηκε στα αλήθεια μόνο το καλοκαίρι του 2004. Όλη η υπόλοιπη λίαν επιτυχημένη -για το μέγεθος και την προηγούμενη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου- δεκαετία, αναλώθηκε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος μέσα στην μίρλα, την αμφισβήτηση, το ανικανοποίητο: ο Έλληνας ποδοσφαιρόφιλος δεν γούσταρε αυτό που έβλεπε. Τα περισσότερα σημαντικά βράδια της μέσα στη δεκαετία αυτή, όπως η νίκη πρόκριση στο μπαράζ μέσα στην Ουκρανία το 2009, η νίκη επί της Νιγηρίας στο μουντιάλ του 2010, η νίκη πρόκριση στην επομενη φάση του Euro επί της Ρωσίας το 2012, η νίκη πρόκριση στην επόμενη φάση του μουντιάλ επί της Ακτής Ελεφαντοστού το 2014 ήρθαν όταν όλα τα είχε κυριεύσει η μαυρίλα και όλοι ήταν έτοιμοι να μιλήσουν για αποτυχίες και ξενερώματα.
Καθώς σήμερα έχουμε κι επέτειο από την κατάκτηση του Eurobasket του 87, η αντίστιξη είναι εύγλωττη: όσες φορές κι αν αποτυγχάνει η Εθνική του μπάσκετ είναι στο μυαλό μας μια σπουδαία ομάδα, επειδή έχουμε συνηθίσει όλη τη διάρκεια του έτους να βλέπουμε τους παίκτες μας να διακρίνονται στον διεθνή ανταγωνισμό. Το ότι αυτό κάθε άλλο παρά συνέβαινε στο ποδόσφαιρο και ότι είχαμε τελικά κατ' αποτέλεσμα μια εθνική μέχρι και σκανδαλωδώς καλύτερη από το σύνολο της ατομικής ποιότητας των παικτών της και από το ποδόσφαιρο που αντιπροσώπευε, ίσως δεν μας χάλαγε ακριβώς, πάντως δεν μας έφτιαχνε όσο έπρεπε και παραμέναμε διαρκώς με το στράβωμα παρά πόδας να σχολιάσουμε το πόσο δεν προσφέρουμε θέαμα.
Δεν μας άρεσε ο τρόπος που νικούσαμε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Γεωργίου έχτισε καριέρα με τα «Έλα μωρέ ποιός τάδε» και «Έλα μωρέ, ποιός δείνα», έχτισε καριέρα πάνω στην απαξίωση. Κάτι εξέφραζε, κάποιο κουμπί του νεοέλληνα είχε βρει και πατούσε. Δεν αγαπήσαμε στα αλήθεια την Εθνική των καραγκουνοκατσουράνηδων, μπουχτίσαμε με το αντιποδόσφαιρο του Ρεχάγκελ και του Σάντος. Κι ακούγοντας το πόσες φορές μας είπε απόψε ο Άρης Γάτας ότι οι παίκτες των Φερόε είναι ξυλουργοί, ψαράδες, βενζινάδες, καταλάβαινες ότι υπό μία έννοια η Εθνική έφταιγε και που έπαιζε με ξυλουργούς, ψαράδες, βενζινάδες και πως το μόνο που μπορούσε ίσως να κάνει είναι αν πάρει το σωστό αποτέλεσμα να φταίξει κάπως λιγότερο στο τέλος του αγώνα.
Υπάρχουν προφανώς εντελώς λογικές εξηγήσεις για το τι κάνει ένα σύνολο παικτών - ομάδα, και το τι ξεκάνει μια ομάδα και την ξανακάνει απλό σύνολο παικτών, αλλά υπάρχει κι ένα στοιχείο εκτός λογικής, ένα σε παίρνει και σε παρασέρνει το ρέμα. Η μετατροπή της Εθνικής που αποκλείεται αδίκως από τους 8 του μουντιάλ μέσα σε δύο μήνες σε διαλυμένη διαδήλωση κάθε άλλο παρά τυχαία και ανεξήγητη είναι.  Αλλά νομίζω πως όσο και αν υπάρχουν εξηγήσεις, στο ποδόσφαιρο υπάρχει πάντα κι ένα στοιχείο όχι εντελώς εξηγήσιμο. Και κατά κάποιο τρόπο το ότι χάνουμε από τα Φερόε και με άλλον προπονητή και με υποτίθεται υγιές πλέον περίγυρο, έρχεται να το επιβεβαιώσει. Αν υπάρχει κάτι αναμφισβήτητο είναι ότι η ομάδα την εποχή Ρεχάγκελ - Σάντος έμαθε να τρέφεται από το εκάστοτε αποτέλεσμα και τον εκάστοτε στόχο. Αυτό δεν την γέμιζε απλά αυτοπεποίθηση, ήταν τελικά και η ταυτότητά της η ίδια: ό,τι κι αν μου προσάπτετε, εγώ τελικά είμαι η ομάδα που παίρνω αυτό που θέλω. Και όσο και αν άλλαξαν πρόσωπα κλειδιά πέρσι το καλοκαίρι μετά το τέλος του μουντιάλ, νομίζω πως όταν τα αποτελέσματα άρχισαν να στραβώνουν, η ομάδα αποσυντονίστηκε εντελώς ακριβώς επειδή είχε μάθει να αναπνέει από το αποτέλεσμα.
Με σκούρο γυαλί και κοψιά λατινοαμερικάνου δικτάτορα από τα σέβεντις, αλλά καρδιά τρυφερότερη απ' του μαρουλιού, ο αγαπημένος Σέρχιο αποφάνθηκε μετά το τέλος του αποψινού αγώνα ότι η ομάδα χρειάζεται καινούριες «αϊδέες». Ας κρατήσουμε αυτή την μικτή λέξη που γέννησε το μαρκαριανικό ιδιόλεκτο, ανάμεσα στο «αηδίες» και το «ιδέες», και ας περιμένουμε να δούμε τι από τα δύο μας επιφυλάσσει το μέλλον της Εθνικής. Και ίσως τώρα πια που εκ των πραγμάτων δεν υφιστάμεθα τις νίκες στα προκριματικά με 0-1 επί κάθε πιθανής και απίθανης πρώην σοβιετικής δημοκρατίας, να μπορούμε να απαλλαχθούμε από την αηδία μας για αυτές και να τις σκεφτούμε με λίγη νοσταλγία, νοσταλγώντας μια Εθνική που στη δεκαετία 2004-14 επέδειξε τέτοιο κυνισμό, αποτελεσματικότητα και μεθοδικότητα στο να πιάνει τους στόχους της που θα ζήλευε κι ο Τόμσεν και η οποία πού και πού έκανε και τις υπερβάσεις της, οι οποίες μετέτρεπαν μια στις τόσες το στραβωμένο πρόσωπό μας σε πρόσωπο έκπληκτο κι εκστατικό.
Tags: