• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Photo Robert Doisneau
Μα τα χίλια μπιμπερό!
Φιλοθέη Βαρσαμή | 18.05.2015 | 21:37
Το 1997 ήταν για εμένα μια δύσκολη χρονιά. Διάβαζα για Πανελλήνιες α) έχοντας πάρει με εντελώς στραβό μάτι τα Λατινικά (τα έβρισκα παλούκια, καταδύσκολα, ανυπόφορα, κινέζικα, βαρετά, σιχαμένα, τρισάθλια και είχα αποφασίσει ότι θέλουν μια χρονιά διάβασμα από μόνα τους) και β) με πρότζεκτ να αλλάξω το γράψιμό μου στην έκθεση γιατί μέχρι τότε έγραφα με εντελώς δικό μου βιολί, το οποίο αναλόγως βαθμολογητή αποτιμάτο σε γκάμα από 20 μέχρι και -3. Στο σχολείο εκτιμούσαν το γράψιμό μου και έπεφταν τα εικοσάρικα βροχή, στο ιδιαίτερο ουδόλως (στην πρώτη μου έκθεση πήρα αληθινό -3) και έτσι ξαφνικά αποφάσισα να μην παίξω με τις πιθανότητες και να αλλάξω από Οκτώβριο μέχρι Ιούνιο τον τρόπο γραφής μου, ώστε να μην εξαρτάται από τα γούστα του βαθμολογητή ο βαθμός μου, αλλά να υπαχθώ και εγώ στα αντικειμενικα κριτήρια βαθμολόγησης του μέσου σώφρονα μαθητή. Στη φάση της προσαρμογής έπεσα από το 19-20 στο 12-14 και έπαθα κολούμπρα, με ζόριζαν τους ζόριζα με ζόριζαν, πήγαινα για ιδιαίτερο με κατάρες στον λαδέμπορα τον εκθεσά που με έστιβε σαν το πορτοκαλάκι στον στίφτη και μου έριχνε 12άρια στο δόξα πατρί, του έκανα καυγά για τους βαθμούς-για τις διορθώσεις-για τα σχόλια, γέλαγε αυτός και μου έλεγε στο τέλος θα με ευγνωμονείς (τον ευγνωμονώ!), δήλωνα στον πατέρα μου ότι ως εδώ και μη παρέκει δεν ξαναπάω για έκθεση, μου έλεγε ο πατέρας μου καλά, θα πας και στο επόμενο μάθημα και τέλος και επόμενο στο επόμενο φτάσαμε στα Χριστούγεννα και στο πρώτο μου κάπως ενθαρρυντικό 16. Παράλληλα τηγανιζόμουν με τα δεκάδες Πρωτόκολλα του Λονδίνου στην πιο κακογραμμένη Ιστορία από κτήσεως κόσμου (Βώρου) και ταυτόχρονα αγχωνόμουν μη μας πέσει κάνενας πολύ ομηρικός αρχαίος ημών πρόγονος στο άγνωστο και κλάψουνε μανούλες.
 
Τον Απρίλιο του 1997 στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η αδελφή μου γέννησε τον πρώτο μου ανηψιό. Πήραμε τη φωτογραφία του με φαξ και κλάψαμε για το πιο γλυκό απρόμαυρο κλαμμένο μουστοκούλουρο που τηλεμοιοτυπήθηκε ποτέ από Αμέρικα-Αμέρικα προς Αθήνας και έκτοτε, περιμέναμε να πάει 4 το απόγευμα για να ξημερώσει η αμερικάνικη χρονοκαθυστέρηση, να μιλήσουμε με την αδελφή μου και, με λίγη αγαθή τύχη, να ακούσουμε νιαούρισμα αγουροξυπνημένου μουστοκούλουρου στο βάθος.
 
Τον Ιούνιο του 1997 έδωσα Πανελλήνιες αλλά έχω απωθήσει τη φάση από τη μνήμη μου. Ήμουν λίγο σα ρομπότ εκείνη την περίοδο, ήθελα απλώς να τελειώσει το μαρτύριο. Έγραψα καλά, ο εκθεσάς ήταν ικανοποιημένος, στα υπόλοιπα ήμουν ευχαριστημένη και παραδόξως πώς δεν τα σαλάτωσα με τα ανυπόφορα κινέζικα βαρετά σιχαμένα τρισάθλια λατινικά. Εφιάλτες με τις εξετάσεις δεν είχα ποτέ, μάλλον γιατί τις κλώτσησα σαν ανάμνηση πιο κάτω και από το επίπεδο ασυνειδήτου που μαγειρεύονται τα όνειρα. Αμέσως μετά έφυγα για ένα δίμηνο στην Αμερική (μαρτύριο μέχρι να πάρω βίζα, οι αμερικάνοι με εβλεπαν δεκαοχτώ, άνεργη, χωρίς εισαγωγή -ακόμα- σε πανεπιστήμιο και με θεωρούσαν πιθανό οικονομικό μετανάστη), όπου με περίμενε ένας μικρός λουκουμαδάκος με γαλανά ματάκια, ξανθά μαλλάκια, φρατζολοαφράτα ποδαράκια, γερμανικά νούμερα για τη μεταμεσονύκτια τροφοδοσία και μακάριο πρωινό ύπνο που κατέληγε σε απελπισμένα κλάματα αν τον ξυπνούσε το τηλέφωνο από Ελλάδα σε ώρα κατά τη γνώμη του ακατάλληλη. Τα τηλέφωνα από Ελλάδα σε κατά τη γνώμη του ακατάλληλη ώρα, που κατέληξαν σε πολύωρο οδυρμό μέχρι να πεινάσει και να κλείσει το στόμα του για να φάει, ήταν 3: ένα για να μάθουμε ότι μας άφησε χρόνους κάπως ξαφνικά ένα θείος. Ένα κατά λάθος γιατί μπέρδεψε η μάνα μου τις ώρες χρονοκαθυστέρησης Ελλάδας-Αμερικής. Και ένα για να μου πει ο πατέρας μου τα αποτελέσματά μου στις Πανελλήνιες. Στο τρίτο ο ανηψιός έδωσε τα ρέστα του. Άνοιξε το στόμα του και πιστέψαμε ότι δεν θα το ξανάκλεινε ποτέ. Τα συχαρίκια του παιανίστηκαν για ώρες. Δεν ξέρω τι όνειρο με χίλια ζαχαρούχα μπιμπερό του διακόψαμε, πάντως το θρήνησε γοερά, ασταμάτητα, πριαμικά. Γι' αυτό, νομίζω, η επιτυχία στις Πανελλήνιες συνοδεύεται έκτοτε στο μυαλό μου από αίσθηση αϋπνίας, σπαραγμού και βαρέως πονοκεφάλου.
 
Σήμερα, 18 χρόνια μετά, το μικρό μουστοκούλουρο με τα γαλανά ματάκια, τα ξανθά μαλλάκια και τα ex-φρατζολακοποδαράκια είναι ένας ψηλέας μαντράχαλος με μούσια που έδωσε ήδη Έκθεση. Ρωτάει με συγκαταβατικό ενδιαφέρον πώς ήταν οι πανελλήνιες "παλιά" και θέλω να βρω έναν Βώρο να του τον φέρω καπέλο για την αίσθηση εποχής του χαλκού που αποπνέει το "παλιά" του. Με ρωτάει και πώς είναι να περνάς στις Πανελλήνιες: του λέω σιγά τα αυγά, σαν αϋπνία με πονοκέφαλο ―και δεν με πιστεύει.

Αλλά έτσι είναι, μα τα χίλια μπιμπερό.