• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Ron Wood και Eric Clapton μετά συζύγων, σε παλαιότερες, ευτυχισμένες στιγμές
Mε απόλυτα διαυγές μπλε χρώμα
Γιάννης Βαρβάκης | 14.12.2016 | 21:43
Καθόμουνα και άκουγα ξανά και ξανά το δίσκο που έβγαλαν οι Rolling Stones με διασκευές από Chicago blues. Και σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε κάποτε να εξηγήσουμε τι είναι αυτά τα blues και σε τι διαφέρουν από τα αντίστοιχα του Νότου και του Mississippi, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είναι όλα προσβάσιμα στο διαδίκτυο, δεν έχουμε παρά να επισημάνουμε ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, και όποιος θέλει να το ψάξει περισσότερο για να έχει δική του άποψη κι όχι αυτή που του σερβίρουμε εμείς.
 
 
Όλο αυτό ξεκίνησε ακούγοντας τη νέα ηχογράφηση του “I can’t quit you baby” του Willie Dixon (1956) στο δίσκο των Stones, όπου παίζει κιθάρα ο Eric Clapton. Το άκουσα και συγκινήθηκα, μου ήταν προφανές ότι ο Clapton είχε προχωρημένη σχέση με αυτό το τραγούδι. Κι άρχισα να το ψάχνω περισσότερο.
 
Λοιπόν, η πιτσιρικαρία που μεγάλωσε μετά τον πόλεμο στη Βρετανία άκουγε πολλά blues, σχεδόν αποκλειστικά Chicago blues. Ο λόγος ήταν απλός: αυτά ήταν τα μόνα που ήταν ηχογραφημένα σε δίσκο, άρα μπορούσαν να διασχίσουν τον ωκεανό σε μορφή βακελίτη ή βινυλίου και να αναπαραχθούν στα γραμμόφωνα και τα ραδιόφωνα της Βρετανίας. (Δείτε και το σχετικό ντοκιμαντέρ του Mike Figgis, θα μάθετε πολλά, όπως κι εγώ.) Υπήρχαν και συναυλίες, αλλά δεν ήταν συχνές, κι οι μουσικοί μάλλον φτωχοί για να κάνουν υπερατλαντικά ταξίδια. (Υπάρχει και η ιστορία που θέλει τους Stones στην πρώτη τους τουρνέ της Αμερικής να πηγαίνουν για προσκύνημα στα γραφεία της Chess Records στο Chicago, και να πέφτουν πάνω στον Muddy Waters που είχε βάλει ποδιά κι έβαφε το ταβάνι για να βγάλει χαρτζιλίκι.)
 
Στη μεταπολεμική Βρετανία, πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε τους  Alexis Κorner και John Mayall για τον καταλυτικό τους ρόλο στη διάδοση των blues και την εκπαίδευση των βρετανοπαίδων, με τα διάφορα συγκροτήματα που είχαν κατά καιρούς. Όλοι, μα ΟΛΟΙ, πέρασαν από εκεί, έστω και για να ακούσουν.
 
Το εν λόγω άσμα λοιπόν του Willie Dixon είναι από τα δημοφιλή, κυρίως επειδή το ηχογράφησαν οι Led Zeppelin το 1969 στο πρώτο τους άλμπουμ και το έπαιζαν συχνά στις συναυλίες. Το ηχογράφησαν κι άλλοι, και στην Αμερική και στη Βρετανία. Όμως εγώ συγκρατώ μία ηχογράφηση του 1967 στη Βρετανία από τον John Mayall και τους τότε μουσικούς του ― που μετά έφτιαξαν τους Fletwood Mac― και τον Mick Taylor στην κιθάρα. Ο Taylor στη συνέχεια έγινε μέλος των Rolling Stones, μια θέση που αρνήθηκε ο Clapton και στη συνέχεια πήρε ο φίλος του Ron Wood.
 
 
Πάνε λοιπόν φέτος στο στούντιο οι Rolling Stones, και τυχαίνει στο διπλανό να ηχογραφεί ο Clapton το δικό του δίσκο. Τον καλούν να παίξει μαζί τους, κι αυτός, σε πλήρη ωριμότητα επίσης, αποφασίσει να αναμετρηθεί με το “I can’t quit you baby”. Ήρθε η σειρά του. Έχει αρχίσει να κλονίζεται η υγιεία του, ξέρει ότι η αναμέτρηση είναι σε πολλά ταμπλό, έχει κι αυτός το ίδιο πάθος με τα blues που έχουν τα φιλαράκια του, αλλά και το δικό του όνομα, τη δική του ιστορία, σαράντα χρόνια γκαντεμιάς και καψούρας και εμμονών και καταχρήσεων, ξέρει επακριβώς τι λέει το τραγούδι, και το τονίζει με την κιθάρα του. Όπως δεν έχει ξαναπαίξει στη ζωή του.
 
 
«Yeah, go, Eric!», του φωνάζει ο Jagger, πριν αρχίσει το σόλο του ο Clapton, σαν τους παλιούς ρεμπέτες. Και το τραγούδι αυτονομείται, γίνεται κάτι διαφορετικό και πολύ περισσότερο από αυτό που ηχογράφησε ο Willie Dixon κι όλοι οι άλλοι, όχι απλώς ένα επεισόδειο αλλά μια σύνοψη ζωής μέσα σε πέντε λεπτά και δώδεκα δευτερόλεπτα, καταυγάζοντάς την με απόλυτα διαυγές μπλε χρώμα, σαν αυτό που συναντάμε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας ή σε μονάδες εντατικής θεραπείας.