• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
I don't do that.
Γιάννης Βαρβάκης | 14.10.2016 | 00:19
Θυμάμαι αμυδρά τη συνέντευξη ενός μπασίστα του Μπομπ Ντύλαν, που μιλούσε για το δίσκο Time out of Mind (1997), με τον οποίο ο Ντύλαν ξεκίνησε την τελευταία (ως τώρα) και πιο ουσιαστική μουσική φάση της καριέρας του, κι ας είχε χάσει τη φωνή του (όταν τον πρωτοάκουσα στο ραδιόφωνο τότε, νόμιζα ότι ήταν ο Τομ Ουέιτς που τραγουδούσε Τζέι Τζέι Κέιλ). Παραγωγός του δίσκου ήταν ο Ντανιέλ Λανουά, που δεν είχε καταλάβει ακριβώς με ποιον είχε να κάνει. Πήγε μια μέρα ο Ντύλαν στο στούντιο για να γράψει ένα τραγούδι, κι ο Λανουά του είπε «μπορείς να το παίξεις όπως το έπαιξες χτες στην πρόβα;» Ο Ντύλαν τον έπιασε από το πέτο, και τον έσυρε στο διπλανό δωμάτιο που ήταν ο μπασίστας. «Πες του», είπε στον μπασίστα δείχνοντας τον παραγωγό, «έχω παίξει ποτέ ένα τραγούδι δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο;» «Όχι Μπομπ, ποτέ!» είπε ο μπασίστας. Κι ο Ντύλαν γύρισε στο Λανουά και του είπε «See? I don't do that». Τελεία.
 
 
Μόνο σεβασμό έχω για τον 75χρονο Ντύλαν, που επιμένει να κάνει περιοδείες πάνω από έξι μήνες το χρόνο, και να μην ξαναπαίζει κανένα από τα 500+ τραγούδια του με τον ίδιο τρόπο. Δεν έχει να αποδείξει πια σε κανέναν τίποτα, δεν έχει την ανάγκη κανενός, το κάνει γιατί έτσι πιστεύει ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Ο άνθρωπος που φιλοδόξησε να γίνει Γούντι Γκάθρι και Πιτ Σίγκερ κατάφερε να γίνει εφάμιλλός τους, να γίνει ο Μπομπ Ντύλαν με τ' όνομα, και μετά να γίνει κάτι άλλο, απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό, ακόμα και από τις παλιές του περσόνες. Και βέβαια κάνει περιοδείες, παίζοντας και σε μπαρ και σε στάδια, γιατί αυτό κάνει ένας μουσικός: παίζει τα τραγούδια του ζωντανά για όποιους θέλουν να τα ακούσουν. Και βέβαια παίζει κάθε φορά διαφορετικά, έστω και λίγο, τα τραγούδια του. Γιατί η κάθε εκτέλεση είναι ερμηνεία, και η κάθε ερμηνεία βοηθάει να το καταλάβεις και να το πεις καλύτερα, πιο ταιριαστά και στο τραγούδι και στη στιγμή. Μπορεί να είναι αποτυχημένη, οπότε εγκαταλείπεται μετά λόγου γνώσεως. Μπορεί να είναι επιτυχημένη, οπότε και πάλι εγκαταλείπεται, αυτή τη φορά όμως για να χτιστεί μια νέα ερμηνεία πάνω σε αυτή. Ένα τεράστιο και ατέρμονο work in progress, από το οποίο βγαίνουμε όλοι κερδισμένοι.
 
Ο Ντύλαν δεν είναι καλλιτέχνης αφ' υψηλού, έχει μελετήσει βαθύτατα την αμερικάνικη μουσική (λαϊκή και δημοτική), και μας το έδειξε σαφέστατα στις ραδιοφωνικές εκπομπές που έκανε. Έτσι μπόρεσε να εντάξει και τη δική του δουλειά στο σώμα της μουσικής του τόπου του, να εναρμονιστεί μαζί του, και να το διαμορφώσει όσο λίγοι άλλοι καλλιτέχνες, και μουσικά και (κυρίως) στιχουργικά.
 
Ένα παράδειγμα της μελέτης της μουσικής παράδοσης που κάνει όλα αυτά τα χρόνια είναι η ηχογράφηση του «Pretty Saro», μιας εγγλέζικης μπαλάντας του 18ου αιώνα που διασώθηκε από απομονωμένους μετανάστες στις ΗΠΑ και ανακαλύφθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα, χάρις στις προσπάθειες του Cecil Sharp (διαβάστε και γι' αυτόν, καλό κάνει). Ο Ντύλαν το ηχογράφησε έξι φορές το 1970, και τελικά το έδωσε στην κυκλοφορία μόλις το 2013.
 
 
Μεγαλώνει ο Ντύλαν, και δεν ξαναμωραίνεται αλλά ωριμάζει, κι εμείς μαζί του. Δοκιμάζει πολλά είδη και στυλ και μας δείχνει τη σημαίνει να γερνάς χαριτωμένα και δημιουργικά, αυτός ο πρεσβευτής της μουσικής που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κι άλλα κόλπα για να την υπερασπιστεί και να την διαδώσει.
 
 
Και το τέλος της ημέρας (αν όχι το τέλος της ζωής), τον βρίσκει να περιοδεύει με την παρέα του, να επισκέπτεται πόλεις και δρόμους κι ανθρώπους και μουσικές που γνώρισε και μας τους συστήνει ξανά, γιατί η κάθε γενιά πρέπει να ξαναμάθει τα βασικά.
 
 
Το ξημέρωμα θα τον βρει στο Λας Βέγκας, όπου ήταν για συναυλίες. Εκεί θα χτυπήσει το τηλέφωνο από τη Σουηδική Ακαδημία, για να του πουν ότι κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Γιατί Νομπέλ Μουσικής δεν υπάρχει.