• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Και κατολίσθηση έγινε, και έπεσε κι ο βράχος...
Χάρη Ποντίδα | 24.06.2014 | 12:32
Ιδού ένα πράγμα που συνειδητοποίησα τελευταία: Τα crash test που περνάει κανείς στους μεγάλους «τράκους» της ζωής του, ωχριούν μπροστά στην αργή (αθόρυβη, ύπουλη κλπ κλπ) διάβρωση που προκαλεί η συνήθεια.
 
Περπατάω στην έρημη Ακαδημίας βράδυ Παρασκευής. Ο καιρός είναι ζεστός και υγρός με σοβαρές υπόνοιες βροχής που δεν θα αργήσει να έρθει. Ωραιότατα λέω, Ιούνιος να σου πετύχει, Ιούνιος των μεγάλων ημερών, των πρώτων μπάνιων, των πρώτων θαλασσινών ταξιδιών. Ιούνιος της χαράς. Σχεδόν, όχι ακριβώς…
 
Περιμένω κάτω από μια στοά να περάσει η μπόρα και ξαφνικά όλο το γκρίζο σκηνικό γύρω μου γίνεται ωμή πραγματικότητα. Γλίτσα, σιωπή και κατεβασμένα ρολά. Σκοτεινές βιτρίνες, μαγαζιά με ταμπέλες «ενοικιάζεται», λιγοστά αυτοκίνητα, ελάχιστοι περαστικοί. Η Ακαδημίας στα χρόνια της πτώσης. Κι όλα αυτά πολύ κοντά στην κάποτε απαστράπτουσα και σνομπ οδό Κανάρη που οδηγεί -και καλά- στο “hype” της πλατείας Κολωνακίου.
 
Σκέφτομαι ότι η πλατεία θα είναι εκεί όταν θα φτάσω, βρεγμένη και με μυρωδιές καλοκαιριού, τα τραπεζάκια έξω, τα σημεία της αναγνωρίσιμα. Το hype όμως θέλει κουβέντα, είναι θέμα ματιού . Και δυστυχώς το δικό μου -ναι το νιώθω- έχει πάρει τον κακό τον δρόμο (παρότι Ιούνιος δεν ψήνεται πλέον). Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν (τι στίχος!) μόνο που αυτό το «ίδια» ξέρω πλέον πώς αποκωδικοποιείται.
 
Μπορεί η συνήθεια να είναι το αδελφάκι της προβληματικής όρασης, για να μην πω της πλήρους τύφλωσης, αλλά (εδώ βάλτε πολλά «λ» να είναι βορειοελλαδίτικη η εκφορά) κάποια στιγμή φεύγει ως δια μαγείας η τσίμπλα και ναι, νάτο το πλήρες έργο. Θρίλερ; Mάλλον λίγο είναι.
 
Γιατί τώρα; Γιατί έτσι. Γιατί ο καθένας έχει την στιγμή του και για μένα είναι τώρα. Τhis very moment. Ιούνιος 2014. Παρασκευή απόγευμα, λίγο μετά τις 9 σε μια στοά της οδού Ακαδημίας βλέπω την βροχή ...βροχή μου και -μακάρι να κάνω λάθος- είναι η πρώτη φορά που νιώθω ένα με αυτό το «ενοικιάζεται» που βρίσκεται πίσω απ την πλάτη μου. Όχι το μαγαζί αυτό δεν είναι δικό μου (προς αποφυγή παρεξηγήσεων) αλλά το λουκέτο του μου κάνει νοήματα, με δείχνει με το δάκτυλο, με κυνηγάει. Το λουκέτο αυτό έχει ανοίξει επικοινωνία με τα σωθικά μου, μου προκαλεί ντροπή, αμηχανία δεν ξέρω πού να σταθώ, πού να κοιτάξω. Ξαφνικά το βλέπω, το νιώθω καθαρά: Oι σκοτεινές βιτρίνες και τα κλειστά παράθυρα είμαστε εμείς. Η ερημιά της Ακαδημίας είμαστε εμείς. Η θλίψη του Κολωνακίου είμαστε εμείς. Και δυστυχώς ούτε κατολίσθηση έγινε, ούτε έπεσε κάνας βράχος. Α μπα, αυτά τα πολύ τραγικά, τα πολύ απότομα, τα αναλαμβάνει η φόρα του υγιούς εγωισμού, η δύναμη της επόμενης μέρας. Εδώ όμως συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Πιο ύπουλο. Και πιο βαθύ. Τσουλήσαμε (τσουλάμε) σε μια άλλη πόλη. Σε μια άλλη ζωή. Κι αν μέσα σ’ αυτό το διάστημα υπήρξαν στιγμές που ελπίσαμε ότι κάτι θα άλλαζε και ετοιμαστήκαμε να βάλουμε πλάτη, μείναμε με την επιθυμία.. Σε τούτα δω τα μάρμαρα /πήρα φόρα/ φόρα κατηφόρα και πάω. Δεν πονάει πολύ αυτό, δεν το νιώθω σαν περίεργο (τουλάχιστον όχι πάντα) προσαρμόζομαι μια χαρά. Έτσι κι αλλιώς η Αλεξάνδρεια χαμένη ήταν από τότε, οι χαιρετούρες μας λείπανε…