05.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
02.07.2017
01.07.2017
01.07.2017
30.06.2017
30.06.2017
30.06.2017
29.06.2017
29.06.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•
Γιοί και Κόρες - Θέατρο Νέου Κόσμου
Σκέψεις μετά από την παράσταση "Γιοί και Κόρες" στο Θέατρο του Νέου Κόσμου
Σπάνια έχω την επιθυμία να φυλάξω το εισιτήριο. Να ανοίξω ημερολόγιο και ενώ γράφω «είδα το τάδε έργο», να είμαι σίγουρη ότι η συνέχεια (ή η αρχή του) εμπεριέχονται και μέσα στην δική μου προσωπική αφήγηση, που τώρα -λόγω της συγκεκριμένης εμπειρίας- βγαίνει ολοκάθαρα στο φως.
Πώς λέμε, «νάτο αυτό που ήθελα να σας πω αλλά δεν έβρισκα τα λόγια»; Κάπως έτσι.
Βγαίνοντας από το «Γιοι και Κόρες» -Θέατρο του Νέου Κόσμου-σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού- το μόνο που χρειαζόμουν κατ’ αρχήν ήταν ένα ποτηράκι κρασί και μια φιλόξενη μπάρα, να πούμε πέντε λογάκια παραπάνω, να χωριστούμε σε παρατάξεις (οι υπέρ και οι κατά) και να αρχίσει εκείνο το ατέλειωτο μπλα μπλα που με αφορμή την παράσταση, καταλήγει (σχεδόν πάντα) στα γνωστά αναμασήματα περί του σκυθρωπού μας παρόντος.
Ολος ο κόσμος στο ποτήρι μας με δυο δρασκελιές, εμείς και οι άλλοι, φωνές δυνατές, φλυαρία απίστευτη και «δες τι γίνεται στην Ουκρανία ρε παιδί μου, δες τους Ρώσους τι τσαμπουκά(!) η Λιούμπα μας (που φιλάει την γιαγιά) έχει τρελαθεί η κακομοίρα».
Πρώτα το έργο όμως σε πέντε γραμμές για να συνεννοηθούμε: Μικρές προσωπικές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που συμπίπτουν με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας, από τα χρόνια του πρώτου κύματος της μετανάστευσης στην Αμερική ως την Κατοχή και από τους σεισμούς των Επτανήσων, ως την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Με δυο λόγια πώς η Ιστορία (με Ι κεφαλαίο) ορίζει την ιστορία μας (με ι μικρό).
Το μωσαϊκό αυτό των προσωπικών ενσταντανέ βασίστηκε σε 85 συνεντεύξεις ηλικιωμένων από την Ελλάδα και την Κύπρο και όπως αφήνεται να εννοηθεί, επελέγησαν οι αφηγήσεις εκείνες όπου η συγκυρία τις έφερε απέναντι στα μεγάλα γεγονότα της εποχής, αλλάζοντας μέσα σε μια νύχτα τον ρου της ιστορίας τους.
1913, 1922, 1940, 1953 … μετανάστευση, προσφυγιά, πόλεμοι, κατοχή σεισμοί κλπ κλπ η μοίρα του ανθρώπου δεμένη απόλυτα στο άρμα της μεγάλης Ιστορίας, που όμως κάνει πάντα τα στρογγυλέματα της κι τον αφήνει εκτός.
Όμως προσοχή εδώ. Τίποτα μελοδραματικό μέσα στο έργο. Τίποτα το αβάσταχτα θλιβερό ή τελειωτικό. Αντίθετα, βλέπουμε το νεράκι συνεχίζει να κυλάει μέσα στο αυλάκι πλούσιο και δροσερό, σε κάποιες περιπτώσεις πιο δροσερό και πιο ορμητικό από πριν, να φτιάχνει μικρούς η μεγάλους καταρράκτες, να λειαίνει τις αιχμηρές πέτρες, να φτιάχνει νέο παρόν, να προχωράει. Αυτό ακριβώς είναι και το σχόλιο του σκηνοθέτη. Η ζωή έχει τους δικούς της μαγικούς ελιγμούς κι εκεί που νομίζεις ότι έφτασε το τέλος, βρίσκεται η έξοδος κινδύνου για να γραφτεί η συνέχεια σε νέα σελίδα που ποτέ δεν ξέρεις πώς και πότε θα συμπληρωθεί…
Εγώ όμως άλλο θέλω να πω (είπα η θεατρική κριτική δεν είναι μέσα στις προθέσεις μου).
Σε μια εποχή που – επιτέλους- φαίνεται να αφυπνίζεται εντός μας, η υποψία ότι δεν είμαστε εμείς τα περιούσια τέκνα της Ιστορίας και όπου η σιγουριά του χορτασμένου και μάλλον μαλθακού δυτικού αλαζόνα δίνει την θέση της σε ένα απείρως πιο ευαίσθητο και διεισδυτικό βλέμμα, ήρθε πλέον η στιγμή της …προοπτικής - εμείς μέσα στο χώρο και τον χρόνο, εμείς ως συνέχεια εκείνων, γιοί και κόρες μιας μητέρας που είχε μητέρα, παππού, προπάππου κι όλοι πέρασαν από δω…
Ξαφνικά μια ωραία πρωία η Ιστορία γίνεται δική μας. Η ζωές των παππούδων μας ακουμπάνε τα παπούτσια μας, ο δρόμος τους βγαίνει στον δρόμο μας, δεν είναι μόνο διδακτέα ύλη για τις πανελλαδικές. Πάει πια εκείνη η παιδιάστικη αμεριμνησία που έβλεπε τον κόσμο κατά βάση τακτοποιημένο και ορθολογικό και μας σαν πολίτες μιας νεφελώδους χώρας που έχει καθαρίσει πλέον με τις γραφικότητες του χωριού.
Αυτό το μετέωρο βλέμμα , μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, έφαγε πόρτα στη μούρη και αναγκάζεται να δει. Και τι πιο παρηγορητικό και γλυκό να πηγαίνεις στο θέατρο και να βλέπεις ότι μια ομάδα νέων ανθρώπων, έχει όντως πιάσει το «μήνυμα» στο βάθος του και το εκφράζει χωρίς ίχνος φλυαρίας ή στόμφου. Εμείς μέσα στο πέρασμα του χρόνου, γιοι και κόρες μιας αδιάκοπης συνέχειας που για να την καταλάβουμε οφείλουμε πρώτα να της δώσουμε την σημασία που της αναλογεί.
Κι έτσι, για να τα τελειώνω (επί τέλους) αφιερώνω ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς της παράστασης ένα μικρό απόσπασμα από το ταπεινό έμμετρο κείμενο όπου ο Ιωάννης Ε.Ποντίδας (παππούς) «εκ Βουνιχώρας Παρνασσίδος» κατέγραψε σχεδόν μέρα προς μέρα την δράση του ως δεκανέας στην Πέμπτη Μεραρχία «εν Μακεδονία και Ηπείρω» στον πόλεμο του 1912-1913.
Δεν τον πρόλαβα δυστυχώς, αλλά μετά την παράσταση, χώθηκα μέσα στα συρτάρια του πατρικού μου και το ανέσυρα μαζί με κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες.
«Εδώ προχείρως σταματώ τούτο το ποίημα μου και εύχομαι είς τον Θεόν με όλην την καρδιά μου/ γρήγορα να ακούσομεν πως έγιν’ η ειρήνη/ να κελαδήσ’ από ψηλά το άσπρο καναρίνι».
Ε ρε παππού, τώρα να δεις γλέντια το καναρίνι!