• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Ταλληράκια
Sraosha | 05.03.2015 | 23:31
Κάθε καχυποψία απέναντι σε μια αυθεντία συνήθως συνοδεύεται από παιδιαριώδη εμπιστοσύνη σε μια άλλη αυθεντία. Πολλοί που είναι καχύποπτοι απέναντι στην βαρβαρότητα και την αβελτηρία της οργανωμένης θρησκείας, εμπιστεύονται την αστρολογία. Άλλοι, τυχερότεροι, που στηλιτεύουν και κριτικάρουν τους θεσμούς, αφήνονται στην αυθεντία του εξιδανικεύμενου έρωτα, ας πούμε.
 
Από τον καιρό που η Εκκλησία μας, η μάνα του Γένους μας κτλ., αντέδρασε δραστικά αν και σπασμωδικά απέναντι στον Διαφωτισμό, δύο αιώνες και κάτι πριν, ο λεγόμενος ελληνισμός στάθηκε πάντοτε καχύποπτος απέναντι στην κριτική σκέψη, στην αμφιβολία, στην ίδια τη γνώση. Εντάξει, δε βοήθησε κι αυτός ο Φαλλμεράγιερ. Πάντως, η κριτική σκέψη, η αμφιβολία (και η αδίστακτη σάτιρα που την ακολουθεί), η σε βάθος γνώση γίνονται αντιληπτές ως υποθέσεις που μυρίζουν κοραϊσμό, φράγκικες ακολασίες και κακοδοξίες, ροϊδισμό, ελιτισμό και που αρμόζουν σε αρνησίχριστους Καΐρηδες, κουρλούς Λασκαράτους, γαλλοθρεμμένους μπούληδες, μαλλιαρούς, ελιτιστές και ιδεολόγους.
 
Αυτή η καχυποψία συνοδεύεται διαχρονικά από βαθειά απαξίωση προς τη μετάφραση, όπως στην περίπτωση του ανεκδοτολογικού πορθητή της Αλεξάνδρειας που έκαψε, λέει, τη βιβλιοθήκη της: αν το έχουμε στα ελληνικά δεν χρειάζεται μετάφραση και αν δεν το έχουμε δεν το θέλουμε. Αφήστε που η μετάφραση προδίδει. Κι έτσι μείναμε με τα αρχαία και τα εκκλησιαστικά κείμενα ως ακατανόητα φετίχ που καλούμαστε να προσεγγίσουμε τελετουργικά και ως επωδές ενός ακατανόητου κόσμου και ενός απρόσιτου στοχασμού, κάτι που βεβαίως πυροδότησε την καριέρα του βουλευτή Άδωνι Γεωργιάδη. Κι έτσι μείναμε χωρίς πρόσβαση σε ξένα κείμενα, μείναμε χωρίς πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές, αναγκασμένοι να αναμασούμε τις περιλήψεις και τις συνόψεις και τις (παρ)ερμηνείες ντόπιων ξενοσπουδαγμένων και ασπούδαχτων.
 
Πληρώνουμε βεβαίως σε ταλληράκια την πνευματική καχυποψία μας. Στην Ελλάδα του 2015 γίνεται δημόσιος διάλογος στην βάση κλισέ και ανοησιών, πάνω σε σαθρές μεταφορές, με σχηματικές προκείμενες: "δεν περάσαμε Διαφωτισμό", "η συνέχεια του ελληνισμού", "Ανατολή-Δύση" (αυτό με ολίγο κακοχωνεμένο Χάντινγκτον), "η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια κι εκφραστική", "το δημόσιο χρέος είναι σαν βερεσές στον μπακάλη" -- για να μην αρχίσω για τη βία και τις χρήσεις της.
 
Στερημένοι από τον Αντόρνο, βασιστήκαμε στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο. Ελλείψει Ράσελ, πέσαμε στον Παπανούτσο. Αντί για Καντ και για Χέγκελ, τρεφόμασταν με τον παγκοσμίως άγνωστο, αλλά μεταφρασμένο, Μαξ Νορντάου και με τη Σιδηρά Διαθήκη. Στον θρόνου του αμετάφραστου Φρόυντ κάθεται αντιβασιλέας ο Ματθαίος Γιωσαφάτ. Ποιος ασχολείται με Ζιν και Χόμπσμπωμ όταν έχεις Φίλια -- και πάει λέγοντας. Έχετε καμμιά καλή μετάφραση του Μαρξ; Πανηγυρικά μεταφράστηκε κι ο Αντίχριστος του Νίτσε, μαθαίνω.
 
Ζούμε με πνευματικά υποκατάστατα και το πληρώνουμε σε ταλληράκια, αναγκασμένοι να επιχειρηματολογούμε απέναντι σε λογικές πλάνες και σχηματικά στημένες αντιλήψεις. Η διατροφή μας με πνευματικά υποκατάστατα σε σύζευξη με τον αγροτοποιμενικό πουριτανισμό μας και την προσήλωσή μας σε θεσμούς όπως η Εκκλησία, το Στράτευμα, η Οικογένεια και το ΚΚΕ (το οποίο μέχρι και οι δεξιοί εχθροί του τιμούν), οδηγούν στη διαρκή κι αναίτια αίσθηση μειονεξίας απέναντι στην φαντασιακή, εξιδανικευμένη και απρόσιτη (ελλείψει μεταφράσεων και, μέχρι πρόσφατα, ταξιδιών) Ευρώπη.
 
Διαχρονικά, η μόνη σωτηρία μας στάθηκε η λογοτεχνία μας: σε αδιάκοπη και ζωτική σύνδεση με το τι γινόταν εκτός συνόρων αλλά πάντοτε με περίβλημα, χρωστικές και τεχνητά αρώματα "παράδοσης": από τον ρομαντικό και ιταλιανίζοντα Σολωμό, στον γερμανότροπο Βιζυηνό, στον ρωσοφρονα κι αγγλομαθή Παπαδιαμάντη, στον Άγγλο Καβάφη (σκεφτείτε το "εξαίσιες" και το "ουσιώδες" του, όλους τους αγγλισμούς του), στους νεώτερους που τους ξέρουμε από την καλή και από την ανάποδη. Αν δεν βουλιάξαμε μέχρι τον πάτο κάθε πνευματικής Σλοβακίας, Μάλτας, Βουλγαρίας ή Φινλανδίας, το οφείλουμε στην λογοτεχνία μας, που αλλού κοίταζε και αλλού υπαγόρευε: σαν τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στις εικόνες της Αποκαλύψεως.