• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Βασανίζει τις λέξεις -και τις έννοιες- από το 2006. Αρκετός χρόνος για να μη του καταλογισθεί άγνοια κινδύνου (για τους άλλους) ή ελαφρυντικό. Κάποια στιγμή θα αυτοεξοριστεί σε έναν πλανήτη με τυφλούς χωρίς χέρια, για να πάψει να ελπίζει πως υπάρχει στον κόσμο έστω κι ένας που διαβάζει αυτά που γράφει.
posts
Δεν θυμάμαι πόσο παλιό είναι, αρκετά πάντως, έξη χρόνια, εφτά, οκτώ…περυσινά και προπέρσινα ξινά τσουρέκια. Συνήθειο μου ‘γινε να την ανεβάζω αυτή τη μελούρα τέτοιες μέρες, ένας ο Τζεφιρέλι στο γυαλί κι ένα αυτό.
• • •
Ανάμεσα σ’ άλλες αρχαίες, βρήκα και μια φωτογραφία μας Μάιο μήνα, σε μια παραλία του Πόρου που δεν θυμάμαι -πια- το όνομά της.
• • •
• • •
Χάσαμε αλλά νικήσαμε
• • •
Zητάω από τον χασάπη μου οssobuco. Κατ΄εντολήν.
• • •
Ήταν, σε γενικές γραμμές, ένας ήσυχος άνθρωπος.
• • •
Τα απογεύματα, τώρα που μεγαλώσαν λίγο οι μέρες, συνηθίζω να κοιτάζω αφηρημένα προς το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας.
• • •
Συνηθίζαμε να ρωτάμε, παλιά, για τα επόμενα προγράμματα, απόκριες, καθαροδευτέρες, Πάσχα, μερικές φορές ήταν τέτοια η αποκοτιά μας που φτάναμε να συζητάμε -μη σου πω και να σχεδιάζουμε- ως και για το θέρος.
• • •
• • •
Κράτηση κάνατε;». «Δεν κάναμε». «Ελάτε μαζί μου». Πάμε μαζί της. Ήταν ένα και ογδόντα, λίγο φοβιστική, το βάψιμό της σαν-Τζάκσον Πόλλοκ, η φωνή της ήταν Τομ Γουέιτς (χωρίς σαν), τα μπράτσα της (αμάνικο φορούσε) σαν-αντρικά. Καλά ξεκινήσαμε, για “χωρίς κράτηση”.
• • •
• • •
• • •
• • •
• • •
• • •
• • •
Μόλις ήρθαν οι γείτονες, είμαστε φιλόξενη ράτσα οι ντόπιοι, δεν είναι πρέπον να τους γαμάμε τα όνειρα μπολιάζοντάς τα με τους εφιάλτες αλλωνών.
• • •
Tην παρακαλάω, μάλλον όχι πειστικά, να φύγουμε ένα-δυο βράδια τον Σεπτέμβρη. Οι δυο μας, βρήκα ένα ωραίο μέρος στο βουνό που βλέπει θάλασσα, αν έχει ζέστες κατηφορίζουμε και βουτάμε, τις νύχτες πάλι πίσω στη δροσιά.
• • •
Σάββατο απόγευμα, σε ένα φοιτητόσπιτο που βλέπει Μπιζανίου. Eπι μισόν αιώνα, την ΄χουν αυτή την κακιά συνήθεια τα σπίτια, να μην αλλάζουν θέα.
• • •
Κάποιο απόγευμα οι έντρομοι περαστικοί διαβάσαν στον τοίχο δίπλα στα σφαγεία «σεις που καμώνεστε ότι βάζετε πέντε σκέψεις στη σειρά, γράφτε κάτι πολύχρωμο μπας και ξεχαστούμε μια στάλα».
• • •
(εννιά πολύ μικρές ιστορίες χωρίς τέλος)
• • •
Μια πάσχουσα σαμπρέλα τον Αύγουστο.
• • •
Νομίζω το ΄χω ξαναγράψει, τι πειράζει μια φορά -και δυο και τρεις- ακόμη; Χωρίς επαναλήψεις και ψευτομερεμέτια δεν συντηρούνται τα μπλογκς, πέφτουν και σε πλακώνουν.
• • •
Ήταν η πρώτη φορά -μετά από πάρα πολλά χρόνια- που ξανοίχτηκα στα σκούρα βαθιά.
• • •
Άλλοι γράφουν για τις περιπλανήσεις τους σε στενά, σε παγκάκια και πλατείες από μέρη άγνωστα και πρωτοειδωμένα, άλλοι βολοδέρνουν σε μπαλκόνια που το μόνο τους συναρπαστικό είναι οι γωνίες όπου τραγουδάει τις νύχτες ένα τριζόνι.
• • •
Eκεί, στο βάθος.
• • •
Εξήμιση. Βράζει η πλάση, κοχλάζει. Με εμάς μέσα της, σιγά το ζουμί, oύτε μισό κονσομέ της προκοπής φτιάχνεις.
• • •
Πρώτο σίξτις/σέβεντις μπάνιο χτες.
 
• • •
Πνιγόμαστε στα αβαθή.
• • •
Προσπάθησα, για πολλοστή φορά, να διαβάσω έστω και τρεις σελίδες από το τελευταίο βιβλίο που ξεκίνησα.
• • •