Το Κράκεν της Σαλαμίνας
Ο χειμώνας δεν ήταν ποτέ εδώ
23-07-2019

Για κάποιο παράξενο λόγο, οτιδήποτε γύρω από το φανταστικό, τη λογοτεχνία του φανταστικού, τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τις σειρές με φαντάσματα, εξωγήινους ή τα ζόμπι που σκίζουν από πάντα, οπουδήποτε στον πλανήτη, -και ειδικά τώρα με το Netflix- για κάποιο λόγο που λες, άμα προσπαθήσει χριστιανός να τα μιμηθεί όλα αυτά στη δική μας πραγματικότητα, αυτομάτως παθαίνουν Ανίτα Πάνια.

Ο πρόσφατος σεισμός στην Αθήνα, σε κάποιους κολλημένους δημιουργεί όρεξη για αστειάκια και σε κάποιους άλλους κολλημένους, όρεξη για ταινίες και εφέ. Μου έφερε λοιπόν στη μνήμη τις μεγάλες αγαπημένες λίστες που η ελληνική πραγματικότητα δεν ακούμπησε και δεν θα ακουμπήσει ποτέ. Και είναι να σε πιάνει το παράπονo, διότι με ελληνικό αέρα όλες αυτές οι υπέροχες ιστορίες και ταινίες, θα ήταν τουλάχιστον γελοίες λες και μόνο εισαγόμενες παίζει να δουλέψουν. Δεν ξέρω αν φταίει που οι ιστορίες αυτές δεν έχουν ακόμη κοινό ή το πιο πιθανό έχουν, αλλά μικρό καθώς οι περισσότεροι δεν έχουμε εκπαιδευτεί ως κοινό σε τέτοιες ιστορίες στη δική μας πραγματικότητα. Είναι λες και έχει πέσει κατάρα. Οτιδήποτε γύρω από τα συγκεκριμένα θέματα, γίνεται τριτοδεύτερο.

Μάγισσες, δράκοι, μέλλον, ρομπότ, διαστάσεις, διαστημόπλοια, εξωγήινοι. Τόσο γαμάτα θέματα και δεν μπορείς καν να τα ακουμπήσεις. Με όσους έχουν διαφωνήσει μαζί μου στο θέμα, χρειάστηκα μόλις ελάχιστα λεπτά για να τους πείσω. Πάρε μια οποιαδήποτε γαμάτη ιστορία με επιστημονική φαντασία ή σκέτη φαντασία και διάβασέ τη δυνατά σε όσους έχουν αντιρρήσεις, αντικαθιστώντας την με ελληνικά ονόματα και σκηνικό. Είναι προφανές πόσο “φάλτσα” ακούγονται τα πάντα. Σχεδόν πονάνε τ’ αφτιά σου. Λες κι ακούς Λιακόπουλους, συνωμοσίες, τρας. Οτιδήποτε μα οτιδήποτε του είδους στην ελληνική γλώσσα και ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα, σκαλώνει. Θα μου πεις εντάξει, διάβασε τότε ή δες κάτι άλλο. Σοβαρά όμως τώρα, πόσες άλλες βαρετές ελληνικές σειρές και ταινίες να δεις; Πόση Μαντά και Χρυσηίς να διαβάσεις, πόσοι έρωτες στο βρόντο, πόσες οικογένειες καρικατούρες, πόσα θέματα που λες βγήκαν καρμπόν από τον παλιό (και σόρι αλλά όχι πάντα καλό) ελληνικό κινηματογράφο; Κάποια στιγμή, μαραζώνεις και θες να δεις κάτι διαφορετικό, μα ντόπιο. Αλλά που.

Κι αν ρίξεις μια ματιά στα βιβλιοπωλεία, στα βιβλία της λογοτεχνίας του φανταστικού ή της επιστημονικής φαντασίας, παρότι πολύ αξιοπρεπή και συνήθως πολύ πιο δουλεμένα από τα “ευπώλητα”, είναι όλα τους για κάποιο λόγο καταδικασμένα να βγαίνουν πάντοτε δεύτερα, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη κατηγορία. Λες και αν τα βάλουν στη βιτρίνα θα τους κακοχαρακτηριστεί το μαγαζί. Σπάνια θα δεις στις βιτρίνες ελληνική φαντασία ή επιστημονική φαντασία και μάλιστα σε “ευπώλητα”, ενώ οι τηλεοπτικές σειρές που έχουν έστω και λίγο από υποψία φανταστικού -εκτός από ανύπαρκτες- ήταν και αδιάφορες, ενώ ελάχιστοι αναλογικά δημιουργοί φαίνεται καν να προσπαθούν να τα αγγίξουν όλα αυτά. Ναι, κάποιοι συγγραφείς τα ακούμπησαν και τα πήγαν θαυμάσια, μα ελάχιστοι αναγνώστες ακούσαμε ποτέ γι’ αυτά, ενώ είναι καταδικασμένα να τα φάει το μαύρο σκοτάδι. Και δεν μιλάω για τίποτε χαρντκορίλες τύπου Στίβεν Κινγκ, τρόμο, τέρατα και σπλατεριές. Αυτά ούτε ξυστά δεν τ’ ακουμπάμε αν θέλουμε μια ιστορία που δεν θα πιάσει πάτο από την πρώτη σελίδα/ επεισόδιο/ δενξερωγωτι. Και είναι να αναρωτιέσαι γιατί.

Αν δηλαδή, προσπαθήσεις να σκαρώσεις μια τέτοια ιστορία, το βλέπεις πως σου “κλωτσάει” μόνη της. Φαντάσου να είσαι σε βιβλιοπωλείο, να πιάνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο και να διαβάζεις στην πρώτη σελίδα: Ο Γιώργος κατηφόρησε το σκοτεινό σοκάκι της Πλάκας όταν ένα γιγάντιο πλοκάμι ξεπρόβαλε από τη γη και τον σήκωσε πνίγοντάς τον στον αέρα. Όχι μόνο δεν θες να ξέρεις τί έγινε στην ιστορία, αλλά είσαι και σίγουρος πως ακόμη κι αν μάθεις, θα είναι χαμένος χρόνος. Κοίτα τώρα πώς στρώνει μόνη της η ιστορία και το βιβλίο γίνεται ενδιαφέρον, αρκεί μονάχα να αλλαχτεί το όνομα και ο τόπος: Ο Άλαν κατηφόρησε το σκοτεινό σοκάκι του Σαν Φρανσίσκο όταν ένα γιγάντιο πλοκάμι ξεπρόβαλε από τη γη και τον σήκωσε πνίγοντάς τον στον αέρα. Εντάξει, μεταξύ μας μπορεί να ‘ναι πατάτα για εισαγωγή σε βιβλίο αλλά το επιχείρημά μου είναι πως σαν ιστορία στέκεται, δεν φαίνεται παράταιρη ή έστω και γελοία.

Ναι, το γνωρίζω πως όλοι θα γελούσαμε μέχρι δακρύων αν κάποιος μάς έλεγε ότι στο πιο γαμάτο θρίλερ όλων των εποχών θα ακούγεται Ρίτα Σακελλαρίου, ενώ όλοι έχουμε εντυπωσιαστεί και νιώσει λίγο περήφανοι με τον Έλληνα παπά στον Εξορκιστή, όπως και με τις ελληνικές φράσεις του δαίμονα και το λαϊκό τραγούδι της Ρίτας που όχι μόνο ταίριαξε αλλά ήταν σαν να είχε φτιαχτεί για υπόκρουση σε μεγάλες τρομάρες. Από άλλες ταινίες όμως, τζίφος. Πρόσφατα, άκουσα το όνομα δρ. Γεωργίου σε σειρά επιστημονικής φαντασίας, που το εξευμένισε το Σταρ Τρεκ (αν και αυτό το ένα και μοναδικό ελληνικό όνομα στη γαλαξιακή συμμαχία το προφέρουν τζορτζίου, έλεος δηλαδή) μα όλα τα άλλα δρ. ακούγονται λίγο κούκου. Ας πούμε, ο δρ. Τζέκιλ και μίστερ χάιντ ακούγονται λιγότερο τρομακτικοί αν γίνουν Δρ. Αναστασίου και κύριος Χρήστου.

Και να πεις ότι δεν έχουμε συγγραφείς του φανταστικού; Να πεις ότι δεν έχουμε μύθους, θρύλους, παραδόσεις, φαντασία ή ενδιαφέρον για τέτοιες ιστορίες; Όλα τα ‘χουμε ενώ κάποιοι συγγραφείς τόλμησαν ή τολμούν να πλέξουν ιστορίες γύρω από αυτά. Παρόλα αυτά, ως κοινό, το φανταστικό δεν το ‘χουμε τόσο σε εκτίμηση αν είναι ντόπιο. Ή τέλος πάντων, μάλλον του ‘χει βγει το όνομα και πώς να το σώσεις πια. Το στερεότυπο, τα θέλει όλα αυτά τα θέματα, από σκουπίδια μέχρι αδιάφορα. Θα μου πεις, ειδικά στη δημιουργία ταινιών και σειρών, δεν είχαμε ποτέ και χρήματα ή ενδιαφέρον για καλύτερες παραγωγές, ή έστω κάποιον να θέλει να πληρώσει αδρά κάτι τέτοιο, γιατί το φανταστικό θέλει και μια παράδοση σε εφέ, σε σκηνικά, σε τεχνολογία, θέλει χρήματα για κοστούμια και άπειρους ανθρώπους να το ξέρουν καλά το αντικείμενο. Όμως δεν κάναμε και καμιά προσπάθεια. Μείναμε στον Δράκουλα των Εξαρχείων. Μέχρι εκεί φτάσαμε, γελάσαμε λίγο και μετά μας τελείωσε.

Θα μου πεις είναι θέμα κουλτούρας. Είναι ας πούμε, δύσκολο να βάλεις εξωγήινους ή μια αποκάλυψη των ζόμπι στην κουλτούρα μας αλλά κι εδώ έχω ένσταση. Οι βρυκόλακες για παράδειγμα, που ανθούν ολούθενε, προήλθαν από τα Βαλκάνια και μάλιστα γίνεται της πόπης από δαύτους στους δικούς μας μύθους και θρύλους. Όμως, ο Λι και ο Σπίλμπεργκ έκαναν καριέρα και όχι ο Ρίτσος ή Σεφέρης με την πάρτη τους. Μεταξύ μας ευτυχώς, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

Ως αποτέλεσμα, βλέπω αρκετούς, πολύ καλούς συγγραφείς να αναγκάζονται να γράψουν τις ιστορίες τους με ξένα ονόματα, σε ξένους τόπους, γενικά να προσπαθούν με ξενόφερτες ονομασίες να δώσουν κύρος και άλλο αέρα στην ιστορία τους και με λύπη διαπιστώνω πως έχουν δίκιο. Μάλλον θα το έκανα κι εγώ αν επιχειρούσα ποτέ να γράψω σε μια τόσο δύσκολη και άδικα άνιση κατηγορία. Όμως, μόνο με τον ξενόφερτο αέρα καταφέρνουν να ξεκολλήσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του τριτοδεύτερου και όπως φαίνεται, ποτέ οι πολλοί δεν θα απολαύσουμε ένα “ευπώλητο” με κρυμμένα ούφο στο Διρό, ποτέ δεν θα μεταφραστεί η ιστορία μας για την κρητική αποικία στον Άρη, δύσκολα θα επιτεθούν οι εξωγήινοι στα Καμένα Βούρλα και ακόμα πιο δύσκολα, θα δούμε στο σινεμά το Κράκεν της Σαλαμίνας.

Ο μόνος τρόπος που βλέπω να απενοχοποιείται το ελληνικό φανταστικό, είναι μόνο η πλύση εγκεφάλου. Πρέπει να γίνει πιο μέινστριμ όλο αυτό, πιο προσιτό και ενδιαφέρον, ενώ χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μια ετήσια φανταστική διαμαρτυρία για να γουστάρουμε όλο και πιο πολλοί. Χρειάζεται να θεσπίσουμε μια μέρα το χρόνο για την ευαισθητοποίηση στην νεοελληνική φαντασία και να πλημμυρίζουμε τους δρόμους, τα μέσα και τα κοινωνικά δίκτυα με καλό ντόπιο ελληνικό τέρας και ό,τι εξωγήινο μας κατέβει. Η εξοικείωση με τη φαντασία και την επιστημονική φαντασία στα ελληνικά δεδομένα θα είναι μόνο θέμα χρόνου. Όταν δηλαδή, οι παραγωγές γεμίσουν φανταστικομμύρια και οι Λάνιστερ του Γουέστερος καταφέρουν να γίνουν οι Δημόπουλοι της Άνω Ηλιούπολης χωρίς να σκάσει χείλι, τότε θα είμαστε πολύ κοντά στον ευγενικό αυτό σκοπό.

Ιδανική μουσική υπόκρουση: Dream on – Aerosmith