Πριν από μερικές ημέρες, έκανα μια δοκιμή: πήρα ένα κομμάτι από ποστ του Old Boy στο Facebook, και άλλαξα λίγο τα ονόματα και τις ιδιότητες, για να δω αν εφαρμόζεται κατ’ αρχήν και σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι το ποστ:
Αν υποθέσουμε ότι ο Μητσοτάκης έκανε τον Άδωνη αντιπρόεδρο εξ ανάγκης, στο πλαίσιο μιας κυνικής προεκλογικής υπόσχεσης – συμμαχίας προκειμένου να εκλεγεί ο ίδιος πρόεδρος, έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια αρκετές ευκαιρίες να κάνει τον αντιπρόεδρό του στην άκρη. Του τις έχει δώσει δηλαδή ο ίδιος ο αντιπρόεδρος. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά στην πολιτική που χρησιμοποιείς κάποιον για το διάστημα που σου είναι απαραίτητος και μετά τον πετάς. Εξακολουθεί να του είναι τόσο απαραίτητος; Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ναι, ότι χρειάζεται την ακροδεξιά κι αν την χάσει θα υποστεί μεγάλο εκλογικό πλήγμα, πρέπει πάντως να δεχτούμε ταυτόχρονα ότι δεν γίνεται να έχει περισσότερη ανάγκη η ΝΔ τον Άδωνη απ’ ό,τι ο Άδωνης τη ΝΔ.
έγινε
Αν υποθέσουμε ότι ο Τσίπρας έκανε τον Καμμένο συγκυβερνήτη εξ ανάγκης, στο πλαίσιο μιας κυνικής προεκλογικής υπόσχεσης – συμμαχίας προκειμένου να εκλεγεί ο ίδιος πρωθυπουργός, έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια αρκετές ευκαιρίες να κάνει τον συγκυβερνήτη του στην άκρη. Του τις έχει δώσει δηλαδή ο ίδιος ο συγκυβερνήτης. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά στην πολιτική που χρησιμοποιείς κάποιον για το διάστημα που σου είναι απαραίτητος και μετά τον πετάς. Εξακολουθεί να του είναι τόσο απαραίτητος; Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ναι, ότι χρειάζεται την ακροδεξιά κι αν την χάσει θα υποστεί μεγάλο εκλογικό πλήγμα, πρέπει πάντως να δεχτούμε ταυτόχρονα ότι δεν γίνεται να έχει περισσότερη ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ τον Καμμένο απ’ ό,τι ο Καμμένος τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μου φάνηκε διασκεδαστικό ως άσκηση πρόσληψης της πραγματικότητας. Μου έκαναν επίσης εντύπωση δυο σχολιαστές, ένας που υποστήριξε ότι ο Καμμένος δεν είναι ακροδεξιός, και ο άλλος ότι με δεδομένες τις εναλλακτικές λύσεις στις εκλογές, ο Καμμένος ήταν βολικός, εν μέρει χρήσιμος και πάντως αναπόφευκτος ως εταίρος.
Ναι, καλά.
Αναρωτήθηκα αν είμαστε ακόμα στο 2012, όταν ο Καμμένος είχε μόλις ιδρύσει νέο κόμμα εκτός Βουλής, και ήταν απλώς ένας ακόμη γραφικός δεξιός όπως ο Σαμαράς, ο Αβραμόπουλος ή ο Καρατζαφέρης που είχε ανοίξει δικό του μαγαζί για να στεγάσει το εγώ του και τους ψεκασμένους οπαδούς του που δεν εύρισκαν στέγη αλλού. Σα να μην είχε κάνει αυτός και οι βουλευτές του την αλλοπρόσαλλη διαδρομή τους, σα να μην είχε προλάβει να ξεδιπλώσει την απερίγραπτη χυδαιότητά του σε πανελλαδική μετάδοση, με την ανοχή της ΠτΒ Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Ήταν αναγκαίο κακό ο Καμμένος; Εξαρτάται ποιον ρωτάς, εξαρτάται τι ψηφίζει. Για τον Τσίπρα, προφανέστατα και ήταν, αφού τον επέλεξε δύο φορές για συγκυβερνήτη. Το γιατί τον επέλεξε, ήταν άλλο ερώτημα.
Θυμίζω ότι όταν ανέβηκε ο Σύριζα στην εξουσία ήταν ανέτοιμος να κυβερνήσει, κι ας διέδιδε urbi et orbi ότι είχε τα απαιτούμενα στελέχη. Τα παραδοσιακά του στελέχη δεν είχαν ιδέα από δημόσια διοίκηση, κι έτσι το κόμμα αναγκάστηκε να προσφύγει σε μεταγραφές από άλλα κόμματα (κυρίως από βαθύ Πασόκ, πρακτική που ακόμη συνεχίζεται), μαστοράντζες του μικροκομματισμού που αυτομόλησαν στον Σύριζα όταν είδαν την εξουσία να απομακρύνεται. Έτσι, στην κυβέρνηση υπό τον Τσίπρα, έγιναν υπουργοί άνθρωποι που ούτε απ’ έξω από την Κουμουνδούρου δεν θα περνούσαν αλλά είχαν προϋπηρεσία στη μεγαλοαστική έπαρση, όπως ο Κοτζιάς, ο Βαρουφάκης ή ο Καμμένος.
Η κολεγιά με τον Καμένο είχε προαποφασιστεί, εξ ου και οι διαβουλεύσεις του νεοκλεγέντα Τσίπρα για σχηματισμό κυβέρνησης ήταν απολύτως (και εμφανέστατα) προσχηματικές. Ο Καμμένος μάλιστα ήταν αυτός που ανακοίνωσε πρώτος ότι η χώρα έχει κυβέρνηση όταν έληξε η συνάντηση με τον Τσίπρα, προλαβαίνοντας πρωθυπουργό, εκπροσώπους, όργανα και θεσμούς. Ο παλιός είναι αλλοιώς.
Ας πούμε ότι ό Τσίπρας δεν διάλεξε κάποιον άλλον για συγκυβερνήτη γιατί με τον Καμμένο ταίριαξε στον τρόπο άσκησης πολιτικής. Δεν διάλεξε πολιτικούς που κατηγορούσε ως μνημονιακούς ή το ΚΚΕ (που ήταν στ’ αλήθεια αριστερό), ή τους νεοφερμένους, όπως τον Θεοδωράκη (που είχε τα κουσούρια του αλλά ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να δείχνει ο Τσίπρας: νέος, αυτοδημιούργητος, άφθαρτος, ριζοσπαστικός ― άρα έπρεπε να μειωθεί με κάθε τρόπο). Ταυτόχρονα, με την επιλογή Καμμένου, έκλεινε το μάτι στην δεξιά και την ακροδεξιά δίχως να προσεγγίσει τη Χρυσή Αυγή (αν και αργότερα το δοκίμασε) και μπορούσε να καυχηθεί ότι έχει κυβέρνηση όλων των Ελλήνων. Το πείραμε επέτυχε, και η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου συνέχισε και μετά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
Τώρα η σχέση των δύο πολιτικών περνάει δημοσίως κρίση (αναμενόμενη άλλωστε), με αφορμή το Μακεδονικό και έχοντας το βλέμμα στραμμένο στον μεταβλητό ορίζοντα των επόμενων εκλογών. Ο λόγος είναι απλός. Η ακροδεξιά, εκτός από το επίσημο φασιστικό κόμμα της, έχει και άλλα, μικρότερα κόμματα, καθώς και ένα μεγάλο: τη Νέα Δημοκρατία, που με την προσθήκη Αδώνιδος και Βορίδου και την προαγωγή τους σε υψηλόβαθμα στελέχη, κλείνει επίσης το μάτι στην ακροδεξιά, είναι δηλαδή ενός είδους σοβαρή Χρυσή Αυγή, όπως είχε ζητήσει κάποτε ο δημοσιογράφος Παπαδημητρίου (αν δεν απατώμαι). Η συνέπεια αυτής της ακροδεξιάς πληθώρας είναι ότι (σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις) οι Ανεξάρτητοι Έλληνες θα μείνουν εκτός Βουλής, οπότε ο Τσίπρας θα τους ξεφορτωθεί σαν χρησιμοποιημένο πουκάμισο (για να το πούμε ευγενικά).
Εκτός κι αν η σχέση των δύο ανδρών, η χημεία τους, είναι τόσο δυνατή που θα βρεθεί ο τρόπος να συνεχίσουν τη συνεργασία τους ― αλλά από τα έδρανα της αντιπολίτευσης αυτή τη φορά. Όχι πια τζετ, άντε και καμιά βόλτα με το σκάφος στην Αίγινα την Καθαρά Δευτέρα.