H γενιά του ενός ως μηδέν παιδιού
17-10-2018

Έπεσα τις προάλλες σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Γιάννη Οικονομίδη και είπε μια φράση με την οποία μπορεί να μην ανακάλυψε την Αμερική, αλλά η διατύπωσή της είχε μια ευστοχία που κολλά στο μυαλό: «Είμαστε η γενιά του ενός ως μηδέν παιδιού».

Είναι το αίτιο οικονομικό; Σαφώς και η κρίση έπαιξε τον δικό της πολύ μεγάλο ρόλο. Το επεσήμανε,  άλλωστε, πολύ πρόσφατα και το ΔΝΤ (ναι, οκ, η ειρωνεία του να μιλά το ΔΝΤ για τις επιπτώσεις της κρίσης είναι προφανής, αλλά ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία είναι), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την υπογεννητικότητα.

Αλλά η γενικότερη σχέση του αριθμού των γεννήσεων με το βιοτικό επίπεδο δεν είναι βέβαια τόσο μονοδιάστατη. Αντιθέτως, αν πάμε σε άλλες περιοχές του πλανήτη ή αν μείνουμε στη δική μας και γυρίσουμε το χρόνο πίσω, θα δούμε ότι το να είσαι πολύ φτωχός -και ιδίως το να είσαι πολύ φτωχός ζώντας μέσα σε μια πολύ φτωχή κοινωνία- κάθε άλλο παρά αποτρεπτικό παράγοντα αποτελεί από το να κάνεις πολλά παιδιά. Η ήδη υφιστάμενη οικογενειακή φτώχεια μπορεί να μοιράζεται ευκολότερα σε περισσότερα μέλη. Δεν αλλάζει δραματικά κάτι το ένα, τα δύο, τα τρία παιδιά παραπάνω.

Και φυσικά δεν αποτελεί καθόλου αποτρεπτικό παράγοντα ούτε το να είσαι πλούσιος. Αν είσαι πλούσιος, έχεις στη διάθεσή σου υπηρεσίες που καλύπτουν κάθε σου ανάγκη. Μπορείς να έχεις πολλά παιδιά, να ασχολείσαι μαζί τους τόσο όσο, να παίρνεις λίγο οξυγόνο από την επαφή σου μαζί τους και αμέσως μετά να τα επιστρέφεις στους αρμόδιους αναθρεφτές και φροντιστές τους. Πως είναι οι «κακές τράπεζες» που παίρνουν τα βάρη και τις υποχρεώσεις για να αφήνουν τις καλές ελεύθερες να αναπτυχθούν και να γιολάρουν; Κάτι αντίστοιχο.

Σε όλους όσους βρίσκονται όμως ανάμεσα στον πλούτο – πλούτο και την φτώχεια – φτώχεια (χωρίς να σημαίνει ότι αποτελούν μια ενιαία μάζα κι ότι δεν υπάρχουν και στις τάξεις τους διαβαθμίσεις άνεσης ή στενότητας), το δεύτερο ή το τρίτο παιδί κάνει τεράστια διαφορά. Γιατί ούτε έχουν μια ομπρέλα που να καλύπτει τα πάντα, ούτε είναι βρεγμένοι που δεν φοβούνται τη βροχή. Την τρέμουν τη βροχή και θέλουν να ξέρουν μέχρι που φτάνει η ομπρέλα τους.

Δεν βάζω και το πρώτο παιδί στην ίδια εξίσωση, επειδή ίσως οι παράγοντες που σε κατατάσσουν στο μηδέν και όχι στο ένα παιδί, είναι δευτερευόντως οικονομικοί. Εκεί ίσως το πρωταρχικό κριτήριο είναι άλλο. Είναι να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο για να είστε μαζί. Τον εντελώς κατάλληλο όμως. Και αν και όταν τον βρεις, και αν και όταν πρώτα ζήσετε ως ζευγάρι όλα όσα αναλογούν στην ευτυχία ενός ερωτευμένου και ταιριαστού ζευγαριού, τότε να σκεφτείτε να περάσετε και στο επόμενο στάδιο. Και η αναζήτηση του εντελώς κατάλληλου ανθρώπου μπορεί να περιέχει και μεγάλο βαθμό εξιδανίκευσης των πραγμάτων κι αναζήτησης ρομαντικών ουτοπιών, αλλά την ίδια ώρα περιέχει και μεγάλο βαθμό ψυχικής υγείας κι άρνησης να συμβιβαστείς με καταστάσεις που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν σε γεμίζουν όσο θα ήθελες. 

Στη σύγκρουση των δύο επιλογών ζωής, η επιθυμία να κάνεις παιδί -στο μέτρο και στον βαθμό που υπάρχει, γιατί δεν είναι κι απαραίτητο να υπάρχει σε όλους ανεξαίρετα- υποχωρεί μπροστά στην επιθυμία να κάνεις παιδί μόνο αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις. Εντάξει, ακόμη και τώρα «πρέπει» να κάνεις παιδιά, ειδικά αν είσαι γυναίκα, ακόμη και τώρα υπάρχει η πίεση από την κοινωνία, την μαμά σου και την γιαγιά σου, αλλά σίγουρα δεν πρέπει όσο έπρεπε την εποχή της μαμάς σου και πολύ περισσότερο της γιαγιάς σου. Παλιότερες γενιές είχαν  πάρα πολύ ισχυρότερα πρέπει να διαχειριστούν. Τώρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ελευθερία του «θέλω» σου, η ελευθερία να ζήσεις τη ζωή σου όπως εσύ νομίζεις, είναι λιγότερο επαναστατική, λιγότερο σκανδαλώδης.

Τώρα υπό μία έννοια το «θέλω» έγινε το νέο «πρέπει». Και αν αυτό μπουρδουκλώνει τα πράγματα υπερβολικά, πάντως σαφώς το θέλω έπαψε να στέκεται τόσο ενοχικά απέναντι στο πρέπει. Παλιότερα ο ρόλος μας στη ζωή δεν έμπαινε σε πολλές πολλές συζητήσεις. Ζούσαμε υπηρετώντας άλλα σχέδια. Υπήρχαν σφηνωμένες στο κεφάλι μας ιδέες που μας υπερέβαιναν: Θεοί, πατρίδες, οικογένειες, χρέη, οφειλές – ήμασταν μέρη ενός ευρύτερου σχεδίου. Το εγώ άνηκε σε διάφορα «εμείς». Και το κάθε εμείς ήταν ταυτόχρονα κι ένα υπερεγώ. Τώρα υπηρετούμε τον εαυτό μας. Σε αυτόν λογοδοτούμε, αυτός είναι το βασικό να είναι καλά κι ευτυχισμένος – κι αν είναι αυτός καλά, τα υπόλοιπα θα βρεθούν. Περνάμε τη ζωή μας ψάχνοντας να τον βρούμε, έχοντας πάρει ως δεδομένο ότι κάποτε τον χάσαμε. Περνάμε τη ζωή μας ψάχνοντας να συμφιλιωθούμε μαζί του, έχοντας πάρει ως δεδομένο ότι κάποτε τσακωθήκαμε. Περνάμε ζωή μας με τα φώτα διαρκώς στραμμένα επάνω του. Είμαστε οι νον στοπ πρωταγωνιστές της ζωής μας.  Όπως ίσως θα έπρεπε. Ελεύθεροι. Αλλά και κάπως μόνοι χωρίς κάτι να μας υπερβαίνει και κάτι να μας σκεπάζει ως ιδανικό. Ο καθένας μας μια μονάδα. Που καταναλώνει επιθυμίες, όνειρα, θέλω, πρέπει, φόβους, ανάγκες. Που είναι η κόλαση όταν τη χρειάζεσαι; Μόνο μέσα σου πια. Που είναι ο παράδεισος όταν τον χρειάζεσαι; Στους άλλους ελεύθερους ανθρώπους γύρω σου και στην αγάπη μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων.