à la Folie
27-10-2018

Παρακολουθώ μήνες τώρα την υπόθεση της «Folli Follie». Ο κραταιός όμιλος, «η πρώτη γνήσια ελληνική πολυεθνική», μετά τα αποτελέσματα των πρώτων αξιόπιστων λογιστικών ελέγχων, φαίνεται ότι εξαπατούσε συστηματικά το επενδυτικό κοινό από το 2007, ή, όπως ακούγεται, ίσως και από το 2001. Τα πραγματικά μεγέθη της εταιρείας, όπως αποκαλύπτεται, φαίνεται ότι υπολείπονται κατά πολύ τα αναγραφόμενα στους ισολογισμούς της. Υπήρξα κι εγώ μικρομέτοχός της για ένα σύντομο διάστημα το 2003. Θυμάμαι μάλιστα ότι αποκόμισα από τη συναλλαγή και ένα μικρό κέρδος. Τώρα βέβαια ξέρω. Στάθηκα απλώς τυχερός γιατί η Φολί Φολί, καταπώς φαίνεται, θα μείνει στην ιστορία ως το μεγαλύτερο εταιρικό σκάνδαλο των τελευταίων δεκαετιών. Τώρα λοιπόν, μετά το σκάσιμο της φούσκας, μπορεί κανείς να διατυπώσει μερικές σκέψεις.

Σε μια χώρα που χρόνια τώρα ευδοκιμούσαν κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, οι λεγόμενοι και «διαπλεκόμενοι», πώς θα ήταν τελικά δυνατό να υπάρχουν εταιρείες που βάζουν το κεφάλι κάτω και κάνουν σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά τους; Τι κι αν η Φολί δεν ήταν κρατικοδίαιτη. Τόσο το χειρότερο για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα γιατί αυτό σημαίνει ότι ακόμη και ένας όμιλος που δεν έχει σχέση με το δημόσιο, τελικά, φαίνεται ότι παραπλανούσε και εξαπατούσε, συστηματικά, το επενδυτικό κοινό. Εγώ, όπως και πολλοί άλλοι (μικρομέτοχοι και μη) που προσπαθήσαμε να διαχειριστούμε κάποιο κεφάλαιο (μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία), πιστεύαμε ότι η εταιρεία ήταν αυτό που έδειχνε. Και όχι απλώς το πιστεύαμε: βάλαμε και τα λεφτά μας εκεί. Η Φολί Φολί, λοιπόν, και το σκάνδαλο που άρχισε να ξεδιπλώνεται από τον Μάιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως το παράδειγμα που ίσως θα υποστήριζε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι γενικεύσεις, εκτός από εύκολες είναι συνήθως και παραπλανητικές. Ένα σάπιο μήλο μέσα στο καλάθι δεν σημαίνει τίποτα. Οι εταιρείες κάνουν σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά τους, και μέχρι αποδείξεως του εναντίου κανείς δεν εξυπηρετεί κανέναν με το να προτρέχει σε συμπεράσματα. Το πρόβλημα όμως με τη Φολί Φολί, ακόμη και αν ήταν το μοναδικό σάπιο μήλο του ιδιωτικού τομέα, είναι ότι εργαλειοποιήθηκε από τον τύπο (εγχώριο και υπεράκτιο) ως η σηματωρός της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Δείτε για λίγο την ειρωνεία της συγκεκριμένης υπόθεσης: μια εταιρεία υπέπεσε σε ατασθαλίες, και αυτή είναι που ο τύπος είχε εκθειάσει περισσότερο από κάθε άλλη.

Η ιστορία της οικογένειας Κουτσολιούτσου θυμίζει φθηνό μπεστ σέλερ: καπάτσος άνδρας ερωτεύεται και παντρεύεται γυναίκα με καλλιτεχνική φλέβα. Μαζί ανακαλύπτουν τον τροχό: ανάμεσα στο φθηνό και το πανάκριβο κόσμημα χάσκει μια τάφρος. Ένα δυσανάλογα μεγάλο κενό που φωνάζει για να το εκμεταλλευτεί κάποιος επιχειρηματικά. Όπερ και εγένετο. Το πρώτο μαγαζί ανοίγει στο Κολωνάκι το 1982 και εστιάζει στο ποιοτικό και προσιτό κόσμημα. Από εκεί, ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος, συν γυναιξί και τέκνοις, επιβιβάζονται στο τρενάκι της επιτυχίας που σε λιγότερο από 30 χρόνια τους βγάζει δισεκατομμυριούχους. Το πρακτορείο Bloomberg, το 2014, τον προσθέτει στο Bloomberg Billionaires Index, και του αφιερώνει άρθρο στο οποίο εκθειάζει τη διορατικότητα και τις ικανότητές του κάνοντας εδική μνεία στην εξαιρετική πορεία των μεγεθών της εταιρείας σε πλήρη αντίθεση με την συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ. Παράλληλα, τον παρουσιάζει ως επιχειρηματία που κρατάει «χαμηλό προφίλ». Το 2017, ο Τζώρτης Κουτσολιούτσος, γιος του ιδρυτή και νυν CEO, παραλαμβάνει το βραβείο του Retail Manager 2017 λέγοντας:

«Ευχαριστώ πολύ την Οργανωτική Επιτροπή των Retail Business Awards για το βραβείο του Retail Manager 2017. H διάκριση αυτή αποτελεί μια ανταμοιβή της συλλογικής προσπάθειας όλου του δυναμικού του Ομίλου, καθώς σύμφωνα με τις αξίες μας, η επιτυχία προκύπτει μόνο μέσα από ένα ομαδικό πνεύμα συνεργασίας. Εμείς στον Όμιλο FF Group εργαζόμαστε με πάθος, όλοι μαζί και συνεχίζουμε την επιτυχημένη πορεία, επεκτείνοντας την παρουσία μας σε νέες αγορές, ενισχύοντας το χαρτοφυλάκιό μας με νέα brands και επενδύοντας συνεχώς στον ψηφιακό μετασχηματισμό του Ομίλου».

Όπως γράφει και ένας αγαπημένος συγγραφέας παραλλάσσοντας το «το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή»: It’s always lightest just before the dark.

Αλλά τελικά δικαιούμαστε να ζητάμε ευθύνες από κάποιον αν έχουμε υποστεί ζημιά; Για να μην παρεξηγηθώ, όπου η εταιρεία έχει παρανομήσει, φυσικά και θα πρέπει να πληρώσει, όπως θα πρέπει να καταλογιστούν ευθύνες και στα φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται στο διοικητικό συμβούλιό της. Οι σοβαρότερες ευθύνες όμως είναι συνήθως ηθικής τάξης. Ο Τζώρτης Κουτσολιούτσος, ο διευθύνων σύμβουλος, σε συνέντευξή που παραχώρησε στην Καθημερινή στις 30 Σεπτεμβρίου, επικαλέστηκε άγνοια για τα παραποιημένα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας που σχετίζονται με τις ασιατικές αγορές. «Εγώ και τα στελέχη μου στην Αθήνα δεν ήμασταν σε θέση και ούτε είχαμε αντιληφθεί την εξέλιξη αυτή στην Ασία», δήλωσε. Και εξήγησε ότι το κομμάτι της Ασίας το διαχειριζόταν ο πατέρας του και ιδρυτής της εταιρίας. Ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος σε αγαστή συνεργασία με τους νομικούς συμβούλους του βγήκε, με άλλα λόγια, και είπε «φταίει ο μπαμπάς μου». Ο πενηντάχρονος retail manager του 2017, όταν στράβωσε το κλίμα, δήλωσε ότι έφταιγε ο μπαμπάς του.

Όποιος λοιπόν βγαίνει σήμερα και διατείνεται ότι έπεσε θύμα της Φολί Φολί θα πρέπει να λάβει υπόψη του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεμπολεί τα νομικά του δικαιώματα, ότι ο αγοραστής (στην προκειμένη περίπτωση, των μετοχών) έχει πάντα την ευθύνη. Κοιτάζοντας λίγο πιο προσεκτικά τον οικονομικό τύπο, τώρα, μετά το σκάσιμο της φούσκας, εύκολα διακρίνει κάποιος ότι η μετοχή της εταιρείας διαπραγματευόταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε φθηνότερες αποτιμήσεις (discount) από τις εταιρείες του κλάδου της παγκοσμίως γιατί πάντα υπήρχε κάτι αδιαφανές στη χαώδη εταιρική δομή της, (που τελικά, με τον πιο δραματικό τρόπο, έγινε διαφανές). Δηλαδή η αγορά αντιμετώπιζε την εταιρεία με μια αμφιβολία, και αυτό ήταν εκεί στα όχι και τόσο ψηλά γράμματα. Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι στον αντίποδα του Τζώρτζη Κουτσολιούτσου, που βγαίνει και λέει «φταίει ο μπαμπάς μου», υπάρχει και ο επενδυτής έρμαιο και θύμα των αετονύχηδων και επιτήδειων. Και στις δύο περιπτώσεις κάποιος αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του. Στην πρώτη γιατί προσπαθεί να γλιτώσει το ποινικό σκέλος του αντίκτυπου των πράξεων του, και στη δεύτερη γιατί ο επενδυτής αισθάνεται άβολα που πιάστηκε κορόιδο. Και στις δύο περιπτώσεις κάποιος επικαλείται θυματοποίηση.

Ας τελειώσω όμως με κάτι πιο ανάλαφρο. Πωλείται διαβάζω το 38 μέτρων γιοτ του Δημήτρη Κουτσουλιούτσου με το όνομα «Phalarope». Μια απλή έρευνα αποκαλύπτει ότι το όνομα του σκάφους αναφέρεται σε ένα αποδημητικό πτηνό: τον φαλαρόποδα. Ο φαλαρόποδας χαρακτηρίζεται από μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή αποδημητική συνήθεια. Ενώ ζει το καλοκαίρι στη Βρετανία, κατά τους χειμερινούς μήνες δεν ταξιδεύει απλώς νότια προς τη νοτιοανατολική Ευρώπη αλλά διασχίζει όλο τον Ατλαντικό με κατεύθυνση τον Καναδά, και από εκεί κατεβαίνει προς την Καραϊβική διανύοντας τελικά μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα παραπάνω. Μπορεί οι ορνιθολόγοι να μην μπορούν να εξηγήσουν αυτόν τον παραλογισμό στις συνήθειες του φαλαρόποδα, αλλά τελικά δεν πειράζει γιατί… με βολεύει: η επιλογή του ονόματος, από την οικογένεια Κουτσουλιούτσου, για τη θαλαμηγό τους μπορεί να αντικατοπτρίζει τον παραλογισμό όλης αυτής της απίθανης ιστορίας.

Ετικέτες: Folli Follie