Χαντζόπουλου εγκώμιον
07-12-2018

Όταν έπεσαν τα αεροπλάνα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, άλλαξαν όλα στον κόσμο, στη χώρα και στην πόλη. Στο εβδομαδιαίο περιοδικό The New Yorker, η αρχική ιδέα ήταν να κυκλοφορήσει το επόμενο τεύχος δίχως εικόνα στο εξώφυλλο, αλλά η υπεύθυνη εικονογράφησης Françoise Mouly και ο σύζυγός της, ο γελοιογράφος Art Spiegelman, είχαν άλλη άποψη, και μας έδωσαν μια από τις πιο δυνατές και εμβληματικές εικόνες του γεγονότος, με μαύρο πάνω σε μαύρο. Στη συνέχεια, τα επετειακά εξώφυλλα του περιοδικού έπαιξαν με πολλούς τρόπους στο θέμα της μη ύπαρξης των πύργων, ανάλογα με τη χρονική απόσταση που τα χώριζε από την τραγωδία.

To The New Yorker είναι διάσημο μεταξύ άλλων και για τις γελοιογραφίες του. Δεν υπήρχε περίπτωση να δημοσιεύσει κάποια γελοιογραφία στο τεύχος με το μαύρο εξώφυλλο, το ζοφερό κλίμα δεν άντεχε την παραμικρή υποψία χιούμορ. Πότε θα μπορούσαν οι άνθρωποι να πάρουν την ελάχιστη απόσταση από το γεγονός, να δεχτούν ότι η ζωή συνεχίζεται, με τα καινούργια τραύματά της; Tο περιοδικό ρισκάρισε, και μόλις στο επόμενο τεύχος είχε μια γελοιογραφία του Leo Cullum που δεν αναφερόταν ευθέως στη 9/11 αλλά δεν θα μπορούσε να είναι για ο,τιδήποτε άλλο, και απαντούσε στο ερώτημα πότε θα ξαναγελάσουν οι ΝεοΥορκέζοι. Ο κόσμος ανακουφίστηκε κι ανάσανε.

Αυτή την ιστορία θυμήθηκα όταν είδα το καλοκαίρι τη γελοιογραφία που δημοσίευσε ο Δημήτρης Χαντζόπουλος στην Καθημερινή για την τραγωδία στο Μάτι, τρεις μέρες μετά τη φωτιά. Δεν ήταν μόνο η μικρή χρονική απόσταση από το συμβάν, αλλά και η ευθεία αναφορά σε αυτό, που έκαναν τη γελοιογραφία του να μοιάζει άστοχη. Κανείς δεν είχε τότε την ψυχραιμία και τη νηφαλιότητα να διαβάσει σωστά την εικόνα και τη λεζάντα και να ερμηνεύσει το συμβολισμό της. Ξαναβλέποντάς την μετά από σχεδόν πέντε μήνες, συνεχίζω να μην μπορώ να την ερμηνεύσω με βεβαιότητα, και μου φαίνεται ότι δεν αδικώ τη συγεκριμένη γελοιογραφία, αλλά ότι με αυτήν ο Χαντζόπουλος αδίκησε τον εαυτό του.

 

Είμαι παλαιόθεν θαυμαστής του Δημήτρη Χαντζόπουλου, καθώς τον έχω παρακολουθήσει να ωριμάζει καλλιτεχνικά, και έχω εκτιμήσει την επαγγελματική του πορεία και ακεραιότητα. Αυτό ήταν το πρώτο και το μόνο σκίτσο του που με ξένισε, εδώ και δεκαετίες. Με αυτό ως αφορμή, θυμήθηκα ένα άλλο σκίτσο, που το είχε δημοσιεύσει πριν από μερικά χρόνια στα «Νέα», σε μιαν άλλη επέτειο.

Οι γελοιογραφίες του Χαντζόπουλου δεν ήταν ποτέ συμβατικές. Εξελίχτηκαν μαζί με τον δημιουργό τους και την επικαιρότητα, αφού δεν είναι γελοιογραφίες με τη στενή έννοια, αλλά μάλλον ένας ελεγειακός σχολιασμός της επικαιρότητας.

Ο Χαντζόπουλος δεν ακολούθησε ποτέ κάποια κομματική γραμμή, παρά τη δική του πολιτική κρίση και αισθητήριο, σχολιάζοντας πρωτίστως τους κατέχοντες την εξουσία, ως οφείλει να κάνει ένας πολιτικός σχολιαστής. Συχνά μάλιστα, ο χιουμοριστικός σχολιασμός μιας εποχής μπορεί ήταν εξόχως διορατικός, έως και προφητικός.

Υπήρξαν και ορισμένα σκίτσα που συζητήθηκαν και ήταν αφορμή (αλλά όχι η αιτία) να οξυνθεί ο διάλογος, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου επικρατεί το ανερμάτιστο και το ακαταλόγιστο. Εδώ αξίζει ίσως να θυμηθούμε ότι πολλές από τις ιντερνετικές περσόνες που διακινούν απόψεις είναι πλαστές, και οι απόψεις πληρωμένες. Θυμάμαι λοιπόν τη λυσσαλέα αντίδραση στο σκίτσο που σχολίαζε το επικοινωνιακό σόου της Ζωής Κωνσταντοπούλου και της Ραχήλ Μακρή στα κάγκελα της ΕΡΤ.

Υπάρχουν ευτυχέστερα και ατυχέστερα σκίτσα, αλλά καμία γελοιογραφία του Χαντζόπουλου δεν έχει υπερβεί το όριο που αντέχει σε καλόπιστη κριτική. Οι κακόπιστοι, δυστυχώς, είναι πολλοί κι έχουν δική τους ατζέντα και δικά τους κίνητρα. Ένα συγκεκριμένο σκίτσο με βοήθησε να καταλάβω πολλά πράγματα για ορισμένους γνωστούς και συνεργάτες.

Υπήρξαν άνθρωποι που με βάση αυτό το σκίτσο κατηγόρησαν τον Χαντζόπουλο ότι βλέπει τους μετανάστες ως σκουπίδια, παραβλέποντας την οφθαλμοφανή αναφορά στην Τουρκία να αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως μπάζα και να τους αδειάζει στο Αιγαίο. Μια γνωστή μου αντέδρασε στο σκίτσο με τη φράση «Σάλτα και γαμήσου εθνίκι του κερατά» και διέκοψα αμέσως κάθε σχέση μαζί της χωρίς δεύτερη κουβέντα (όχι χωρίς ανακούφιση). Λίγο αργότερα έμαθα ότι είχε προσληφθεί στο γραφείο του Παύλου Πολάκη, με τον οποίο την ενώνουν προφανώς περισσότερα πράγματα.  Αντίστοιχη αντίδραση (αν και κοσμιότερη) είχε άλλος γνωστός με τον οποίο επίσης διέκοψα σχέση, γιατί αν ψωμίζεσαι από έναν πολιτικό ή ένα κόμμα είσαι αναξιόπιστος ως πολιτικός σχολιαστής, αν μάλιστα το κρατάς κρυφό είσαι αναξιόπιστος ως φίλος.

Τον Χαντζόπουλο τον γνωρίζω ελάχιστα, αλλά τον υπολήπτομαι τα μέγιστα γνωρίζοντας την πολιτεία του και παρακολουθώντας τον καθημερινό του πολιτικό σχολιασμό. Και ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, και ο Ανδρέας Πετρουλάκης, και ο Αρκάς (θα μπορούσα να γράψω ανάλογα εγκώμια για όλους), είναι τρεις γελοιογράφοι που αντιμετωπίζουν άδικες επιθέσεις επειδή κάνουν καλά τη δουλειά τους: να σχολιάζουν και να σατιρίζουν την πολιτική κατάσταση, και ιδίως την εξουσία. Το κάνουν με τρόπο ευρηματικό και εύστοχο, κι έτσι στοχοποιούνται από τους κρατούντες. Το χιούμορ όμως είναι μαχαίρι αμφίστομο, και πρέπει να μάθεις να το δέχεσαι και ως αντιπολίτευση και ως κυβέρνηση.

Είμαστε τυχεροί που έχουμε εξαιρετικούς πολιτικούς γελοιογράφους και σχολιαστές. Δεν είναι πάντα του γούστου μου όλα όσα κάνουν, αλλά το γούστο μου δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και φωτίζουν την καθημερινότητα με τον δικό τους τρόπο, και κάνουν τη ζωή μας πιο ευβάστακτη.