Ρυθμίζοντας την πραγματικότητα
09-11-2018

Η περίφημη ενιαία τιμή του βιβλίου είναι ξανά πραγματικότητα στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια ρομαντική ιδέα που ατύχησε, όπως πολλές άλλες, στην συνάντησή της με την ελληνική πραγματικότητα, δηλαδή στην πρακτική της εφαρμογή.

Το μέτρο, όπως μας πληροφορεί σε μια συγκινητική αφήγηση η ιστοσελίδα των εκδόσεων «Πατάκης», ξεκίνησε από τη Γαλλία το 1981. Ήταν μια ωραία, πατριωτική και ουτοπική ιδέα, κάτι σαν τη Γαλλική Επανάσταση σε μικρή κλίμακα. Σύντομα η ιδέα αυτή εξήχθη από τη Γαλλία στην υπόλοιπη Ευρώπη, μαζί με την άλλη ιδέα, αυτή του σοσιαλισμού στην εξουσία. Φυσικά και υπήρξαν προσαρμογές στο πρότυπο, ανάλογα με τα ήθη και τα έθιμα της κάθε χώρας. Καμία χώρα δεν είχε ακριβώς την ίδια νομοθεσία και εφαρμογή που είχε η Γαλλία στη ιδέα της ενιαίας τιμής του βιβλίου, κάποιες μάλιστα τη δοκίμασαν και στη συνέχεια την κατάργησαν εντελώς. Όσο για την εφαρμογή της ιδέας του σοσιαλισμού στην εξουσία, βλέπουμε ακόμη τα αποτελέσματα στη χώρα μας.

Η ενιαία τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα είχε καταργηθεί το 2014 από τον τότε υπουργό Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη, και επέστρεψε με Κοινή Υπουργική Απόφαση την οποία υπέγραψαν ο υπουργός Εσωτερικών Αλέξης Χαρίτσης, ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννης Δραγασάκης, ο αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας Στέργιος Πιτσιόρλας, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνη Ζορμπά και ο υφυπουργός Κώστας Στρατής. Η απόφαση υποτίθεται ότι ρυθμίζει το θέμα της αγοράς του βιβλίου, μετά από διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Το γεγονός ότι καταργήθηκε από μνημονιακή κυβέρνηση και επέστρεψε με μνημονιακή απόφαση θα έπρεπε να μας προβληματίσει δεόντως για τη φύση του μέτρου. Εγώ προβληματίζομαι επίσης από το γεγονός ότι καταργήθηκε από έναν υπουργό και χρειάστηκαν πέντε για να την επαναφέρουν.

Με το θέμα είχαμε ασχοληθεί επανειλημμένα στο Cloud, τουλάχιστον τρεις φορές το 2014 (εδώ, εδώ κι εδώ) και το 2017 (εδώ), κυρίως για να επισημάνουμε το στρεβλό σκεπτικό του νόμου και την πλημμελή αποτελεσματικότητα του μέτρου. Πιο πρόσφατα, εν όψει της επαναφοράς, υπήρξαν ενδιαφέρουσες αιρετικές τοποθετήσεις όπως αυτή του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, η οποία ξέφευγε από τον διαρκή ορυγμαδό των υποστηρικτών του μέτρου, που το υποστήριζαν είτε από ατομικό συμφέρον είτε από ιδεολογική ιδεοληψία ― η ενιαία τιμή του βιβλίου ήταν δηλαδή κάτι σαν σλόγκαν-καραμέλα, όπως η απλή αναλογική ή το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς ή το ελληνικό DNA.

Πιο πρόσφατα, υπήρξε ένα σχετικό δημοσίευμα στο νέο ηλεκτρονικό περιοδικό marginalia, που με έκανε να αναρωτιέμαι αν ζω στον ίδιο κόσμο με τον συντάκτη που ξεκίνησε το άρθρο του λέγοντας «Το βιβλίο στην Ελλάδα ήταν κατά βάση πάντα σε κρίση: περιορισμένο αναγνωστικό κοινό σε αναλογία πληθυσμού, περιορισμένη τυπογραφική παράδοση -εμφανές ακόμη και σήμερα παρά τις σαφείς βελτιώσεις και τις θετικές εκπλήξεις, ετεροβαρής σχέση μεταξύ πρωτότυπης παραγωγής και εισαγόμενης, αδιαμεσολάβητης, «γνώσης/γνώμης» εις βάρος της πρώτης». Δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο με κάθε λέξη του κειμένου, συμπεριλαμβανομένου του «το» και του «και».

Να το ξαναπώ, για να μη θεωρηθώ αδίκως εχθρός του λαού, του πολιτισμού, του βιβλίου, της αριστεράς και της προόδου: η ενιαία τιμή του βιβλίου είναι μια ωραία,  ρομαντική και ουτοπική ιδέα ― πάσχει όμως όταν νομοθετείται για να εφαρμοστεί. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το βιβλίο αξίζει προστασίας και ειδικής ρύθμισης στην αγορά, υπάρχουν άλλοι τρόποι, πιο ρεαλιστικοί για να το πετύχουμε. (Αν είναι αυτό το ζητούμενο, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω σφόδρα.)

Όσο για τις ενστάσεις μου, πρώτα απ’ όλα, για ποια ενιαία τιμή μιλάμε; Αν δούμε τις διατάξεις του νόμου, όπως αναρτήθηκαν για διαβούλευση, ο νόμος δεν επιβάλει να πωλούνται τα βιβλία σε ενιαία τιμή, αλλά να μην πωλούνται με απόκλιση κάτω από το 10% της προτεινόμενης λιανικής. Επιπλέον, αν το σημείο πώλησης απέχει πάνω από πενήντα χιλιόμετρα από την έδρα του εκδότη, μπορεί να πωλείται 5% πάνω από αυτήν την τιμή. Μια συνολική διαφορά του 15% για ξεκίνημα, μας δίνει πρωτότυπη ερμηνεία του όρου «ενιαία». Η διατίμηση έχει άλλη χρονική περίοδο για την πρώτη έκδοση και άλλη για τις ανατυπώσεις, με άλλο ποσοστό δυνητικής έκπτωσης, και πάει λέγοντας, και μας εγκλωβίζει σε ένα σκεπτικό νηπιαγωγείου (“Γιατί να κρατάει 18 μήνες;” “Πόσους θέλεις να κρατάει;” Να κρατάει 19!” κ.ο.κ.).

Το πνεύμα του νομοθέτη είναι 100% ελληνικό, πιστό στο Δόγμα της Κατσίκας του Γείτονα: το ζητούμενο, όπως φαίνεται, δεν είναι να έχει ο αναγνώστης/καταναλωτής την φτηνότερη δυνατή τιμή στο εκλεκτό πολιτισμικό προϊόν, αλλά κανένας έμπορος να μην βγάζει περισσότερα από τον άλλον. Προσπαθώντας να ρυθμίσει μόνον την τελική εμπορική πράξη, δηλαδή την αγορά στη λιανική, καταλήγει να αβαντάρει τα μεγάλα βιβλοπωλεία που λόγω κίνησης απαιτούν και παίρνουν μεγαλύτερες εκπτώσεις στη χονδρική. Έτσι μπορεί το μικρό βιβλιοπωλείο να πουλάει ένα νέο βιβλίο στα 10 ευρώ και να έχει κέρδος 5 ευρώ, αλλά το μεγάλο βιβλιωπωλείο να το πουλάει 9 ευρώ, γιατί το επιτρέπει ο νόμος, και να έχει κέρδος 6 ευρώ, γιατί το προμηθεύτηκε σε άλλη τιμή χονδρικής, αφού ο νόμος δεν ασχολείται με αυτήν.

Έχει κι άλλα κενά και χάσματα ο νόμος. Ενδεικτικά: Τι γίνεται όταν μεταξύ του εκδότη και του βιβλιοπώλη μεσολαβούν χονδρέμποροι και διακινητές, πράγμα πολύ συνηθισμένο για μικρούς εκδότες; Πώς κατανέμονται τα ποσοστά; Τι γίνεται με τα βιβλιοπωλεία που απέχουν πάνω από 500 χιλιόμετρα από την έδρα του εκδότη; Τι γίνεται με τα νέα βιβλία που κυκλοφορούν ως προσφορές μέσω εφημερίδων, περιοδικών και άλλων μέσων; Τι γίνεται όταν ο εκδότης των βιβλίων είναι και ο εκδότης της εφημερίδας; Δηλαδή δεν υπήρχε κανένας σοβαρός άνθρωπος που να ξέρει την πραγματικότητα και τα προβλήματα της αγοράς του βιβλίου για να συμβουλέψει τους πολιτικούς, ή αυτοί δεν ήθελαν να τον ακούσουν;

Οι πολιτικοί και οι υπάλληλοί τους χάρηκαν πολύ με την επαναφορά της ενιαίας τιμής του βιβλίου, υποστηρίζοντας πως «έτσι προστατεύονται πλέον η πολυμορφία και η ποικιλία της εκδοτικής παραγωγής, τα δύσκολα και μη εμπορικά βιβλία, καθώς και τα μικρά βιβλιοπωλεία, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχαν υποστεί τις βαριές συνέπειες ενός άνισου ανταγωνισμού», αλλά κυρίως «εξασφαλίζοντας ένα ολοκληρωμένο πλέγμα προστασίας της εκδοτικής παραγωγής και της διακίνησης των βιβλίων. Συγκεκριμένα, ορίζονται οι τρόποι γνωστοποίησης της τιμής του βιβλίου και οποιασδήποτε αλλαγής σε αυτήν, κυρίως όμως [η έμφαση δική μου] ρυθμίζεται ο τρόπος ελέγχου για τυχόν παραβιάσεις του νόμου». Ναι, ζούμε σε παράλληλα σύμπαντα.

Η κρίση του βιβλίου δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων τεσσάρων ετών, είναι πολύ παλιότερο και είναι πολύ πιο σύνθετο από ότι μπορεί να μας σερβίρει ο μέσος πολιτικός. Έχει να κάνει με την μετάλλαξη της εκδοτικής διαδικασίας, που έγινε πιο εύκολη και φτηνή μέσω υπολογιστών, έχει να κάνει με την πληθώρα των εκδοτών, συγγραφέων και βιβλίων, με την έλλειψη επιμελητών, την έλλειψη επαγγελματιών εν γένει, με αυτό που αποκαλείται λογοτεχνία σήμερα, με την έλλειψη παιδείας, με την έλλειψη χρημάτων, με τον ανταγωνισμό των ηλεκτρονικών μέσων για την προσοχή, την ψυχαγωγία, την ενημέρωση, τη μόρφωση, το χρόνο, και το χρήμα μας. Το βιβλίο δεν υποφέρει μόνο στη γειτονιά μας και στο βιβλιοπωλείο της (που έγινε βιβλιοχαρτοπωλειοσχολικαειδηδωρωνφωτοτυπιεςαιτησειςπασηςφυσεως μήπως και επιβιώσει), υποφέρει παντού, σε όλες τις γειτονιές του κόσμου. Είναι, βέβαια, πολυτέλεια και ουτοπία να ζητάμε από τους πολιτικούς να ξανασκεφτούν τη σημασία και τη λειτουργία του βιβλίου με σύγχρονους όρους, αλλά μόνον έτσι θα μπορούσε να σταθεί μια ουσιαστική πολιτική βιβλίου με μια σωστή ενιαία τιμή.

Αλλά να επιστρέψουμε εκεί όπου ξεκινήσαμε. Ο νομοθέτης υποτίθεται ότι με ένα νόμο και πολλά άρθρα προσπαθεί να ρυθμίσει την αγορά του βιβλίου και να προστατεύσει τα συμφέροντα του αναγνώστη, του βιβλιοπώλη, του χονδρέμπορου, του εκδότη και του συγγραφέα. Υπάρχει ένα βασικό σφάλμα σε αυτό το σκεπτικό: αν και κάποιες φορές τα πρόσωπα εν μέρει ταυτίζονται, τα συμφέροντά τους είναι διακριτά και διαφορετικά. Όπως είχε γράψει από τον περασμένο αιώνα ο Πάνος Θεοδωρίδης, «μόνον το ενδιαφέρον διαπλέκεται. Το συμφέρον, ποτέ».