Μετά από το μπαράζ των ανακοινώσεων για τις υποψηφιότητες δημοσιογράφων στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές μού ήρθε η επιθυμία να διαβάσω λίγο τις Αρχες Δεοντολογίας του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος. Χαμογέλασα σε πολλά σημεία λόγω της αναντιστοιχίας που διέκρινα ανάμεσα στην ουσία αυτών των αρχών και σε αυτά που παρατηρεί κάποιος στις μέρες μας. Μου φάνηκε κάπως αφελές όλο αυτό. Και εννοώ φυσικά από πλευράς μου, γιατί αν δοκίμαζα να επιχειρηματολογήσω για την καταστρατήγηση τού πνεύματος κάποιων άρθρων θα συναντούσα σθεναρή αντίσταση και ίσως και επιχειρήματα που θα προσπαθούσαν να με πείσουν ότι όλα βαίνουν καλώς. Αλλά γιατί πραγματικά να θέλει ένας δημοσιογράφος να γίνει πολιτικός; Να περάσει, λέει, στην άλλη πλευρά και αντί να ελέγχει να θέλει να ελέγχεται! Αντί να θέτει τις ερωτήσεις να θέλει να δίνει τις απαντήσεις. Και πάλι βέβαια περιδιαβαίνω τις ατραπούς της αφέλειας. Η βουλευτική ιδιότητα συνάδει με υψηλότερες (και καλύτερες) απολαβές άρα γιατί να μην αποτολμήσει κάποιος το βήμα εφόσον θεωρεί ότι διαθέτει τα εχέγγυα για να εκλέγει. Και στα εχέγγυα αυτά συγκαταλέγονται όχι μόνο τυπικά προσόντα, όπως για παράδειγμα η αναγνωρισιμότητα, αλλά και ουσιαστικά όπως γνώσεις και δεξιότητες που αρμόζουν σε έναν πολιτικό. Γιατί όμως τελικά δεν παρατηρούμε ποτέ την αντίστροφη πορεία: ένας πολιτικός να περάσει στο τερέν της δημοσιογραφίας; Γιατί δεν είθισται ένας “αποτυχημένος” πολιτικός να γίνει ένας πετυχημένος δημοσιογράφος; Ναι, αναγνωρίζω ότι σας ζητάω να κοιτάξετε πέρα από το οικονομικό όφελος, αλλά ας το δοκιμάσουμε. Αν το καλοσκεφτεί κάνεις αυτή θα ήταν μια ιδανική πορεία. Ένας “αποτυχημένος” πολιτικός θα είχε «εκ των έσω» γνώση και θα μπορούσε να αναδειχθεί σε έναν εξαίρετο δημοσιογράφο… Ο δημοσιογράφος δηλαδή που στοχεύει στην πολιτική θέση σκέφτεται διαφορετικά; Δεν έχει άραγε αποκτήσει με τα χρόνια πείρα στην άσκηση ελέγχου, και άρα, δεν θεωρεί ότι τώρα θα μπορεί να κάνει υποδειγματικά τη δουλειά που τόσο καιρό παρατηρούσε κάτω από τον μεγεθυντικό φακό; Μια παλιά καραβάνα, ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος, φαντάζει από πολλές απόψεις ένας ιδανικός πολιτικός. Ναι, θα πρέπει τώρα να μεροληπτεί. Θα πρέπει να επιλέξει πλευρά. «Μα, ρε άνθρωπε, αυτά τα είχε κάνει από πριν», θα πει κάποιος και δύσκολα θα τον βγάλεις ψεύτη.
Αλλά επειδή, τελικά, αλλού θέλω να πάει η κουβέντα, και θα ήθελα να φέρω στο φως μια άλλη πλευρά της, σας ζητώ να αναλογιστείτε ότι η διαφορά ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τον πολιτικό ομοιάζει με τη διαφορά ανάμεσα σε δύο άλλες ομάδες μεταξύ των οποίων έχουμε επίσης συνηθίσει να παρατηρούμε έντονη κινητικότητα: στον συγγραφέα και τον κριτικό. Πολλοί κριτικοί περνούν κάποια στιγμή στην αντιπέρα όχθη και θεωρούν ότι επειδή έχουν επιδοθεί στον διεξοδικό έλεγχο του έργου των συγγραφέων – και επειδή κάποιοι από αυτούς έχουν επιχειρηματολογήσει αρκούντως για το έργο ουκ ολίγων από αυτούς – έχουν, διατείνεται ο κριτικός σε κάποιον θεαματικό εσωτερικό μονόλογο, θεωρήσει ότι διαθέτουν τώρα και προνομιακή γνώση της δημιουργικής γραφής και άρα θα μπορούσαν να επιδοθούν με αξιώσεις στο θεάρεστο έργο της συγγραφής. Τα αποτελέσματα είναι συνήθως καταστροφικά. Όπως καταστροφικά είναι τα αποτελέσματα και στις περιπτώσεις των δημοσιογράφων που εκλέγονται τελικά σε πολιτικά αξιώματα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζει η αναλογία μεταξύ των δύο ομάδων (δημοσιογράφοι – πολιτικοί / κριτικοί – συγγραφείς) είναι ότι οι θέσεις του πολιτικού όπως και του συγγραφέα ενέχουν και απαιτούν τελικά πολύ περισσότερα από αυτά που αφήνουν να καταλάβουν ένας δημοσιογράφος και ένας κριτικός. Και πίσω από αυτό το «πολύ περισσότερα» θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος ότι στο υψηλότερο σημείο αξιακά στέκεται η δυνατότητα και των δύο (πολιτικών και συγγραφέων) να επηρεάζουν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Η κορωνίδα της διαφοροποίησης συνιστάται σε αυτή ακριβώς τη δύναμη και τη συνακόλουθη ευθύνη της.
«[…] το αγαθό τότε μόνο μπορεί να συμβεί όταν οι φιλόσοφοι πάρουν στα χέρια τους την αρχή ή οι άρχοντες γίνουν φιλόσοφοι», γράφει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» και αναφέρεται φυσικά στον «Φιλόσοφο Βασιλιά». Αυτό το ιδιότυπα εύλογο κατασκεύασμα που θεωρεί ότι πρέπει να καθίσει στον “θρόνο” καθότι ιεραρχικά ανώτερος είναι αυτός που κατέχει τη μεγαλύτερη γνώση. Αλλά εδώ δεν θα αναλύσουμε Πλάτωνα. Η αναφορά στην «Πολιτεία» και στον «Φιλόσοφο Βασιλιά», που, για να απλοποιήσω τα πράγματα όσο δεν παίρνει, σημαίνει τίποτα λιγότερο από την ταύτιση του ιδανικού με το πραγματικό, γίνεται, εδώ, χάριν σκωπτικότητας: ας αναρωτηθούμε λοιπόν γιατί ο Πλάτων δεν επέλεξε να μιλήσει για ένα άλλο κατασκεύασμα: για τον «Δημοσιογράφο Βασιλιά».