«Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», λέει ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος. Καταδίκη όμως και μαζί ελευθερία; Πάνε αυτά τα δύο μαζί; Για να γλιτώσουμε αυτή την καταδίκη πρέπει δηλαδή να εκπέσουμε στην ανελευθερία; Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι έχουμε, ως έλλογο είδος, διαρκώς, από τη φύση μας, μια αμυδρή ιδέα να τριβελίζει στο κεφάλι μας: μπορούμε, λέει η ιδέα, να επιλέγουμε, να είμαστε δηλαδή ελεύθεροι. Το ότι τελικά δεν εξασκούμε πάντα αυτή τη δυνατότητά μας οφείλεται στο ότι η επιλογή, η ελευθερία, συνεπάγεται και βάρη. Αν αυτή η ελευθερία ήταν κάτι απλό και εύκολο, πιστέψτε με, κανένας Γάλλος ή άλλος φιλόσοφος δεν θα ασχολιόταν μαζί της. Αλλά εισαγωγή που σε φλομώνει σαββατιάτικα με τέτοια, δεν έχει και πολλές ελπίδες να κρατήσει τον αναγνώστη. Θέλω να μιλήσω για στερεότυπα αλλά δε θέλω να μιλήσω στερεοτυπικά για τα στερεότυπα. Έτσι θα σας πω για την ταινία του Damien Chazelle, «First Man», και το πώς κολλάει με την υποψηφιότητα του Κώστα Μπακογιάννη στον Δήμο Αθηναίων. Ο κρίκος που τεχνηέντως θα ενώσει αυτά τα ομολογουμένως ασύνδετα θα είναι τα στερεότυπα.
Το First Man, που καταπιάνεται με τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε στη σελήνη, έχει πολλές αρετές που όμως δεν είναι της παρούσης. Θα σταθώ μόνο σε ένα σημείο. Στη σεκάνς της προσελήνωσης. Γιατί ο σκηνοθέτης έχει κάνει εκεί κάτι εκπληκτικό. Ή πιο σωστά δεν έχει κάνει κάτι, που είναι εκπληκτικό: δεν εμφανίζει πουθενά την αμερικάνικη σημαία. Σε όλο τον περίπατο στη σελήνη δεν εμφανίζεται η αμερικάνικη σημαία. Η στερεοτυπική σκηνή με τον αστροναύτη και τη σημαία, απουσιάζει από την ταινία! Και αυτός κι αν είναι λόγος για να ενθουσιάζεται κάποιος με την ταινία. Δε θα κολλήσω όμως στις ερμηνείες που δύναται να σηκώνει η απουσία της σημαίας που δεν λάμπει δια της απουσίας της. Θα κολλήσω στο στερεότυπο, και ειδικά στο ότι ο Σαζέλ, επέλεξε να μην το ακολουθήσει. Γιατί το στερεότυπο, κάθε στερεότυπο, στη σκέψη, στην πράξη, στη γραφή, στην ομιλία λειτουργεί κάπως σαν μαγνήτης, σαν την κολόνα που προσπαθείς ως παιδί να αποφύγεις με το ποδήλατο και πας και σκας μεγαλοπρεπώς πάνω της. Το στερεότυπο είναι σαν την εγκεφαλική σύναψη που μας καλεί υποχθόνια να την ανάψουμε με το να το χρησιμοποιήσουμε, να εκπέσουμε στα θέλγητρά του και στη θάλπη του. Γιατί η επιλογή του στερεότυπου είναι οικεία, ανακουφιστική. Γιατί είναι ο εύκολος δρόμος, ο πολυπερπατημένος. Γιατί το στερεότυπο, και ο εναγκαλισμός μαζί του, είναι τελικά όψη της ανελευθερίας που μας γλιτώνει από την καταδίκη της ελευθερίας που ανέφερα στην αρχή. Ο δρόμος προς την ανελευθερία δεν είναι, τελικά, στρωμένος μόνο με καλές προθέσεις αλλά και με πακτωλό στερεοτύπων. Και αυτός είναι ο δρόμος που διέκρινα εγώ σε αυτή τη σαραντάλεπτη φιέστα που επέλεξε να πρωταγωνιστήσει ο Κώστας Μπακογιάννης πριν από μερικές ημέρες για να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τον δήμο Αθηναίων.
Διαβάζω ότι η εκλογή του Μπακογιάννη θα είναι περίπατος. Κάποιοι, σκωπτικά, φτάνουν να δηλώνουν ότι ίσως θα έπρεπε να ακυρώσουμε την όλη διαδικασία των εκλογών στον δήμο καθότι ο αντίπαλος δεν φαίνεται να έχει καμιά ελπίδα. Υπερβολές; Ίσως. Παρακολούθησα αυτή την ομιλία από περιέργεια γιατί ήθελα να δω ποιος είναι αυτός που προορίζεται για διάδοχος του θείου του στην αρχηγία της ΝΔ, και γιατί όχι, για πρωθυπουργός. Λοιπόν, η μομφή «χρησιμοποιεί τον δήμο ως σκαλοπάτι για την πρωθυπουργία» μου ακούγεται εντελώς κενή. Η εμμονή αναζήτησης δημάρχων καριέρας δε μου προκαλεί ρίγη δέους και συγκίνησης. Η στατικότητα, ως αρετή, στην τοπική αυτοδιοίκηση σε καμία περίπτωση δεν κλείνει από μόνη της το κύκλωμα, δεν ανάβει κάποιο ενάρετο φως. Η δημαρχία αναγκαστικά θα είναι σκαλοπάτι για κάποιον νεόκοπο, ανερχόμενο πολιτικό, ή, Ιθάκη για κάποιον που βρίσκεται στην αντίστροφη πορεία. Το αν θα είναι καλός δήμαρχος κάποιος λίγο έχει να κάνει με το πού θέλει να πάει μετά, και πολύ περισσότερα με το από πού έρχεται. Και ο Μπακογιάννης φαίνεται να έρχεται από πετυχημένος περιφερειάρχης και δήμαρχος. Είναι όμως πράγματι πετυχημένος; Εδώ έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση όπου αν δεν μπορεί να σου προσάψει κάποιος κάτι θεαματικά αρνητικό, τότε, στον άβακα των εντυπώσεων, γιατί στις εντυπώσεις παίζεται το παιχνίδι, λογίζεσαι πετυχημένος. Επιπροσθέτως, η μυρωδιά νεποτισμού δε με πολυαπασχολεί. «Θα είχε γίνει ο Μπακογιάννης δήμαρχος και περιφερειάρχης αν δεν ήταν ο Μπακογιάννης;» θα ρωτήσει κάποιος χωρίς φυσικά να διατυπώνει μια κοινότοπη ταυτολογία. Η υποθετική αυτή ερώτηση μου είναι αδιάφορη γιατί τα λεγόμενά μας (και οι πράξεις μας) διάγουν βίον αυτόνομον. Ζουν ξέχωρα από τα ονόματά μας και μακριά από τα τζάκια, μικρά η μεγάλα, στα οποία ψήναμε κάστανα. Το στερεότυπο, για να επιτεθείς στον Μπακογιάννη, είναι να αναμασάς αυτά που μόλις ανέφερα, και, εκεί, πεποίθησή μου είναι ότι δεν θα του βάλεις τρικλοποδιά γιατί από κάποιο σημείο και πέρα ο μηρυκασμός των ενστάσεων αυτών όχι μόνο πέφτει σε μη ευήκοα ώτα αλλά έχει και τα αντίστροφα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο ίδιος ο Μπακογιάννης, εξάλλου, δεν αφήνει αμφιβολίες για το γενεσιουργό αίτιο της πολιτικής του καριέρας: «μπήκα στην πολιτική από το βάρος ενός χρέους να ολοκληρώσω ένα έργο που έμεινε μισοτελειωμένο, ένα όραμα που κάποιοι δεν το άφησαν να πραγματωθεί», θα πει στο άνοιγμα της ομιλίας του. Ο άλλος δρόμος όμως για να εκφράσει κάποιος τις αντιρρήσεις του, ο λιγότερο ταξιδεμένος, είναι κατάτι πιο επίπονος.
Το σκηνικό της ομιλίας το βρήκα ευχάριστα διαφορετικό. Αντί να σταθεί πάνω σε ένα πόντιουμ και να εκφωνήσει έναν λόγο, προτίμησε να εμφανιστεί σε μια κεντρική σκηνή, κυκλωμένος από τον κόσμο. Κάποιοι στέκονταν όρθιοι, κάποιοι ήταν καθιστοί. Θύμιζε τηλεπαιχνίδι; Θύμιζε Τέντ-Εξ; Ίσως. Δεν με ενόχλησε πάντως ούτε το οτοκιού που φαινόταν στα πόδια του. Θα μπορούσε να έχει μάθει καλύτερα το κείμενό του; Ναι. Πειράζει; Όχι ιδιαίτερα. Αν διαβάζει τους λόγους του ένας Ομπάμα, τότε δικαιούται να τους διαβάζει και ο Κώστας Μπακογιάννης. Το πρόβλημα δεν ήταν καθόλου πώς τα είπε. Το πρόβλημα ήταν τι είπε. Και πιο συγκεκριμένα, γιατί το θέμα εδώ είναι τα στερεότυπα, πόσα στερεότυπα χρησιμοποίησε για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό—ως μη στερεότυπο.
Είπε «εκεί ερωτεύτηκα την αυτοδιοίκηση. Κατάλαβα ότι είναι η τέχνη, η πολιτική της αληθινής ζωής. Είναι εκεί που ανοίγουν σπίτια και αγκαλιές. Εκεί που μοιράζεσαι το γέλιο και το κλάμα, την ελπίδα και τον πόνο. Είναι εκεί που μαθαίνεις να περπατάς μέσα στα παπούτσια του άλλου και το πρόβλημά του γίνεται δικό σου». «Στην αυτοδιοίκηση δεν έχει σημασία ποιος είσαι, πώς σε λένε και από που κρατάει η σκούφια σου. Η αυτοδιοίκηση σε μαθαίνει να είσαι ταπεινός». Τώρα, αυτά όχι μόνο είναι στερεοτυπικά αλλά είναι και χατζιδακικά. Και πράγματι λίγο παρακάτω ο Μπακογιάννης εκεί που θα εξηγήσει γιατί «η απόφαση να είμαι υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων, δεν ήταν απλή», και θα πει ότι ένιωθε δέος απέναντι στην ιστορία και τη διεθνή ακτινοβολία της Αθήνας, θα μας πει ότι η Αθήνα είναι και οι γειτονιές της «η Αθήνα όμως είναι και η πόλη εκατομμυρίων θαυμάτων, μικρών και μεγάλων, η πόλη εκατομμυρίων ζωών, κι αν ο Μάνος Χατζηδάκης βρήκε την Οδό Ονείρων στην Αθήνα είναι ακριβώς γιατί τούτη η πόλη είναι οι γειτονιές της, με τους καημούς, με τα προβλήματα, τις σιωπές, τις στεναχώριες τους, αλλά και με τα γλέντια, με τις χαρές, και αυτή όπως την έλεγε ο Χατζιδάκις “την απέραντη ευγένειά τους”». Και αφού ολοκλήρωσε αυτή την εισαγωγή πέρασε στο κυρίως μέρος της ομιλίας όπου ανακοίνωσε τις πέντε αρχές της υποψηφιότητάς του. Η παράγραφος που ακολουθεί είναι, αυτούσια, σε εισαγωγικά.
Αρχή πρώτη: Η Αθήνα δεν είναι μια γενική και αφηρημένη έννοια. Είναι οι άνθρωποί της. Όσοι ζουν, όσοι εργάζονται και όσοι την επισκέπτονται. Έχετε ανάγκη επιτέλους, όσα δικαιούστε. Αρχή δεύτερη: Ο δήμαρχος δεν είναι διαιτητής μικρών ή μεγάλων συμφερόντων, ούτε τερματοφύλακας απέναντι σε ένα επιθετικό κράτος που βαράει πέναλτι. Είναι σύμμαχος με τα όνειρα των δημοτών. Ο δήμαρχος είναι παντού. Για τα πάντα. Και πάντα. Μαχητικά, πέρα και πάνω από αρμοδιότητες. Γι’ αυτά που λέμε και κάνουμε ή δεν κάνουμε, θα φταίμε εμείς. Εδώ θα ισχύει στα αλήθεια το γνωστό… «τα παράπονά σας στον δήμαρχο». Αρχή τρίτη: Η αυτοδιοίκηση έχει υποχρέωση να ξεπερνά γραμμές και να γκρεμίζει τείχη. Τα σκουπίδια δεν έχουν ιδεολογία και οι λακκούβες δεν έχουν χρώμα. Δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι για τις πολιτικές μας επιλογές. Η κοινωνία όμως είναι πολύ πιο μπροστά από την πολιτική. Να γκρεμίσουμε τις φυλακές που έχουμε χτίσει ο καθένας για τον εαυτό του και να μάθουμε στην συνεννόηση, στην συναίνεση και την συνεργασία. Αρχή τέταρτη: Δεν υπάρχει τζάμπα σχέδιο. Ο δήμος Αθηναίων έχει γεράσει. Για να ξανανιώσει χρειάζεται να γυρίσει ανάποδα. Ασυμβίβαστα. Για να αναμετρηθούμε, όχι με το παρελθόν αλλά με το μέλλον. Όχι με τους πολιτικούς μας αντιπάλους αλλά με τους ίδιους τους εαυτούς μας. Αρχή πέμπτη: Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Ιστορία γράφουν οι ομάδες, ιστορία γράφουν οι παρέες. Ο δήμαρχος δεν είναι τίποτα παραπάνω από διευθυντής ορχήστρας. Και η αλλαγή έρχεται μόνο από κάτω προς τα πάνω.
Και αφού σκιαγραφήθηκαν οι πέντε αρχές που θα είναι απολύτως κοστολογημένες, και μας είπε ο υποψήφιος δήμαρχος, ότι επειδή το ξέρει και είναι η δουλειά του, «μπορούμε να διεκδικήσουμε πάρα πολλά» χρήματα, προχώρησε σε αυτό που ονόμασε «Πολιτισμό της καθημερινότητας σε τρεις άξονες»: 1. Δημόσια ασφάλεια. 2. Η λειτουργία της πόλης με γνώμονα τον άνθρωπο. 3. Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου. Όλο το έργο του, μας είπε, επικεντρώνεται σε έναν μεγάλο στρατηγικό στόχο: «Τον μεγάλο περίπατο της Αθήνας, την ωραιότερη βόλτα της Ευρώπης».
Αυτό είναι που κοιτάει από ψηλά το σύνθημα του «Αθήνα Ψηλά». Τη βόλτα. Από τον Χατζιδάκι, και τον Καστοριάδη (γιατί, ναι, υπήρχε και Καστοριάδης στην ομιλία) φτάσαμε σε κάτι που θυμίζει Καραγάτση. Αυτό που αποζητά ο Αθηναίος σήμερα στην πόλη του είναι να μπορεί άφοβα να στολιστεί και να βγαίνει βόλτα με ασφάλεια. Στο μυαλό αυτού που έγραψε την ομιλία, δηλαδή, ο Αθηναίος φέρνει κάτι προς Γιούγκερμαν που διαβάζει Καστοριάδη και στα ακουστικά του ακούει Χατζιδάκι. Για να επιστρέψω από εκεί που ξεκίνησα. Αν ο Σαζέλ, που μας έχει δώσει μια ταινία σαν το La La Land, μπορεί να μας δώσει ένα έργο για τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι και να παραλείψει την εμβληματική φωτογραφία της αμερικάνικης σημαίας δίπλα στη σεληνάκατο, τότε, δικαιούμαι κι εγώ να θέλω ο Κώστας Μπακογιάννης, που υποτίθεται ότι θα κάνει περίπατο (κι άλλο περίπατο) στις εκλογές, να βγει και να πει κάτι πιο ευφάνταστο από αυτό το κολάζ στερεοτύπων που σας παρέθεσα. Δικαιούμαι να ζητάω από έναν άνθρωπο που του έφερε το επιτελείο του αυτόν τον λόγο, να ασκήσει τη σκέψη και τις δεξιότητες που πρέπει να έχει αποκτήσει στα λαμπρά σχολεία του εξωτερικού που φοίτησε, και που φιγουράρουν στο βιογραφικό του, να βγει και να μιλήσει διαφορετικά: να μιλήσει ελεύθερα.