Άστε ντούα*
17-12-2018

Στα Βαλκάνια, το μόνο εμπόρευμα που έχει ζήτηση, είναι ένα χάσικο σεντόνι που καλύπτει την Δυστοπία μας.

Όχι, δεν θα σχολιάσω πτυχές του «μακεδονικού ζητήματος» αρχίζοντας από την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα. Πολλοί το επιχειρούσαμε συχνά, θυμίζοντας τις τοπικές ιστορίες χωριών και κωμοπόλεων που που συνήθως ξεκινούσαν (για να καταλήξουν σε περιγραφές ηθών και εθίμων) από τον Όμηρο ή περίπου. Συχνά, με ευφάνταστες ετυμολογήσεις.

Μετά από τριάντα χρόνων ενασχόληση, κατέληξα πως η Ιστορία δεν πείθει: η Ιστορία απαιτεί λεπτόλογη έρευνα και καταλήγει σε μαχητά συμπεράσματα. Ζόρικη άθληση, αλλά από άλλη σωλήνωση.

Στο «μακεδονικό» μείναμε μόνοι έρημοι και σκότεινοι, επειδή δεν ασκήσαμε εξωτερική πολιτική. Για την ακρίβεια, ελάχιστες ήταν οι επαφές μας με τους Βαλκανίους γείτονες, κι όσες συνέβησαν υπήρξαν άτσαλες και διασπασμένες. Δεν μιλάω για τα διεθνή φορα και τους «επιστημονικούς» καβγάδες.

Από τότε που ο Μιλόσεβιτς, παρέστη εριστικά (1989) στην επέτειο της μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1389) προσκαλώντας τους Σέρβους σε δυναμική επαγρύπνηση, σε μια τεράστια συγκέντρωση έξω από την Πρίστινα, η Γιουγκοσλαβία ράγιζε και η αποσύνθεσή της ήταν αιματηρή. Τα ομόσπονδα κράτη χειραφετήθηκαν. Και η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Μακεδονίας, προχώρησε στη μοίρα της.

Με αυτό το όνομα, θεσπίστηκε η οντότητά της από το τέλος της γερμανικής (και βουλγαρικής) κατοχής. Από τότε που ο Τίτο, προκειμένου να έρθει σε μια κατάσταση «ειδικού καθεστώτος» (ας μη ξεχνάμε το χαρτί  με το μοίρασμα των Βαλκανίων που έσπρωξε ο Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944 στον Στάλιν κι εκείνος το δέχτηκε) άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα μιας «Γιουγκοσλαβίας του κινήματος των Αδεσμεύτων». Η δική του “Μακεδονία”, έβαζε έναν φοβερό φραγμό στην Βουλγαρία, που ήταν πλέον σοβιετική. Το Μακεδονικό ζήτημα ήταν πλέον ο κύριος πόλος μιας σερβοβουλγαρικής διαμάχης.

Βουλγαρία

H oμοσπονδιακή αυτή δημοκρατία, κατοικούνταν από Βουλγάρους, Αλβανούς, Βλάχους και μερικούς Σέρβους. Οι Βούλγαροι, όχι άπαξ, αλλά δίπαξ είχαν μπουκάρει στην περιοχή. Στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, είχαν κοντέψει να φτάσουν στην Αδριατική, αλλά εκεί στομώθηκαν από την Ιταλικής επίνοιας νέα Αλβανία. Μαζί με τους Γερμανούς νίκησαν την συμμαχική στρατιά της Θεσσαλονίκης που δεν κατάφερε να βρει από εκεί δίοδο να κατεβάσει τους ηττημένους Σέρβους πιο νότια και τους έστειλε στην Κέρκυρα.

Και στον δεύτερο Παγκόσμιο, ως σύμμαχοι του Άξονα, ξαναγύρισαν στα ίδια λημέρια, ιδίως μετά το διαζύγιο των Ιταλών με τους Γερμανούς. Διέλυσαν, και στις δύο περιπτώσεις, αρκετά βλάχικα γιατάκια.

Με την διαμόρφωση της νέας Γιουγκοσλαβίας, οι Σέρβοι εμπνεύστηκαν, λόγω ψυχρού πολέμου, να μεταβάλουν επί το σερβικώτερο τους βουλγαρόφωνους των Σκοπίων. Και υπεραμύνθηκαν ενός «μακεδονισμού» που δεν ήταν βέβαια πρωτόφαντος. Προηγήθηκε το εκ Βουλγαρίας εύρημα της αυτόνομης «Μακεδονίας για τους Μακεδόνες», πριν ακόμη τους Βαλκανικούς. Είχαν δύο οργανώσεις γι’ αυτόν τον σκοπό κι αυτό τους έκαψε: το VMRO και τους Βερχοβιστές.

Η αυτονομία ως εύρημα, ωφέλησε διαχρονικά τους Βουλγάρους, πρώτα στα νότια του Δούναβη, όπου έχτισαν κράτος υποτελές στον Σουλτάνο που κατάφερε και κατανίκησε τους Σέρβους το 1885, και μετά, με το ίδιο κόλπο της «αυτονομίας της ανατολικής Ρωμυλίας» την πήραν στον έλεγχό τους.

Αλλά δεν τους είχε πιάσει παράκρουση: Με την Εξαρχία και το συνέδριο του Βερολίνου, είχαν την αμέριστη βοήθεια της Γερμανίας και της τσαρικής Ρωσίας. Η Μεγάλη Βουλγαρία ήταν στα σχέδια της Αγίας Πετρούπολης.

Οι σχέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας, από ψυχρές, έγιναν θερμές και είναι ακόμη, λόγω της συμπεριφοράς του Ζίφκωβ στην περίοδο που είχαμε τον Κυπριακό θρήνο.

Αλβανία: δυστοπία παλαιών γειτόνων

 Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, συνέπεσε με την Αλβανική χειραφέτηση. Ενώ διατηρήθηκε η εμπόλεμη κατάσταση, εκατοντάδες χιλιάδων Αλβανοί περπάτησαν τα βουνά και ήρθαν στην Ελλάδα. Όμως δεν  υπήρξε κάποια πολιτική προσέγγιση, παρά σημειακά, αργά και μετά βασάνων. Kοντεύουν τριάντα χρόνια από εκείνην την πρώτη επαφή και οι σχέσεις μας μαστίζονται από παράπονα και ανησυχίες. Η αλβανική αποδημία στην Ελλάδα, δεν ευτύχησε τον τελευταίο καιρό, αλλά κυκλοφορεί αμοιβαία καχυποψία και κράτημα. Οι πολιτικές επαφές είναι οριακά ουδέτερες και συχνά αγενείς. Ισότιμα ενοχλητικές. Αν προσπαθούσαμε για ένα σύμφωνο ειρήνης, θα κυλούσαν διαφορετικά.

Η πρώτη μας επιλογή

Tότε είχαμε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ορθότερα, μετά δύο τζούφιες εκλογές ευτύχησε μία τρίτη. Ο Μητσοτάκης και ο Μιλόσεβιτς, ήταν σε επαφή, με έναν τουλάχιστον μεσάζοντα.Και ακούστηκαν τα μύρια όσα. Από το να μπουκάρουμε παρέα στην γείτονα , έως άλλα, τελείως ζαβά. Συνέβη, σε μεγαλύτερο βαθμό, ό,τι συνέβη με τους Ιταλούς: μας παρενοχλούσαν από ιδρύσεως του κράτους των. Έβαζαν αργότερα φιτίλια διασυνοριακά, απαίτησαν (και δεχτήκαμε) να προσαρτηθεί η νήσος Σάσσων στην Αλβανία, κατέλαβαν την Κέρκυρα, μας επιτέθηκαν το 1940, αλλά είμαστε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα». Οι Σέρβοι έγιναν αποδέκτες, από την πλευρά της Αντάντ, μιας σειράς εδαφικών υποσχέσεων, αντέδρασαν πολύ έντονα  όταν βγήκε στον αέρα το σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ και συντάξαμε το abecedar, αλλά η σύμπνοια Ελλήνων και Σέρβων, παρέμεινε άρρηκτη. Κι ενώ σε άλλες δεκαετίες ορίζονταν στην Ελλάδα αλβανόφωνοι πρωθυπουργοί, φτάσαμε να είμαστε αρνητικοί σε πολλές κινήσεις τους.

Κι όμως η επιλογή του Μιλοσεβιτς ως πρώτη επιλογή του βαλκανικού μας βίου, ίσως δεν ήταν η πιο σωστή. Η Βουλγαρία και η Αλβανία, συνήθως συνοδεύονταν στη σκέψη μας από έντονη ανησυχία μιας «μεγάλης Αλβανίας» και μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας» που μας στοίχειωνε και μας στοιχειώνει. Ελάχιστοι σκέφτηκαν (κι αν σκέφτηκαν το ψιθύρισαν) πως εάν υποστηρίζαμε την αλβανική παρουσία στα Σκόπια, αλλά και την Βουλγαρική αντίδραση στον «μακεδονικό αλυτρωτισμό» (η Βουλγαρία, παραδοσιακά, αναγνωρίζει «γεωγραφική» και όχι «πληθυσμιακή» Μακεδονία) και αν καλυτερεύαμε τις διπλωματικές μας σχέσεις και με τις δύο αυτές χώρες, οι διαπραγματεύσεις μας με την FYROM, θα ήταν πολύ πιο άνετες. Kαι ασφαλώς, χωρίς να μπουκάρουμε πουθενά. Θα ήταν μια επαρκής διαπραγμάτευση, χωρίς ίχνος εκβιασμού. Και κυρίως, αφού πήραμε όπως πήραμε το φιλοαμερικάνικο μονοπάτι, ελπίζω σε μερικών το νιονιό να επικρατεί το timeo Danaos, κι αυτό ισχύει για όλες τις φιλίες και τις συμμαχίες μας. Εννοώ πως αν είχαμε ρυθμίσει τα του γείτονα, δεν θα χρειαζόταν τέτοιος κεχαγιάς φορτικός στο κεφάλι.

Κυρωθεί δεν κυρωθεί, δεν παίζει ρόλο.

Η μόνη μου ένσταση είναι πως η ίδια η συμφωνία είναι μεγάλο παλούκι και δεν εννοώ την ταυτότητα και τη γλώσσα και τα ονόματα. Είναι μια συμφωνία ταμάμ για να παραβιάζεται, είναι η ίδια το μέγιστο πρόβλημα και με κανέναν τρόπο κάποια λύση. Οι όποιες επιτροπές προβλέπονται και οι διαδικασίες ψύξης τω θερμών ζητημάτων, θα χτυπάνε κάρτα με υπερωρίες. Για έναν απλό λόγο: εμείς θα είμαστε όλο «μπάστα», «κράτει» και «τσόρτσοπ» ενώ αυτοί θα γκρινιάζουν για το ένα και το άλλο. Διότι όπως ακριβώς εμείς, έτσι και αυτοί έχουν τις δυσαρεστημένες φάρες και τα ρηγάτα τους, και στη δική μας, και στη δική τους χώρα.

Σκεφτείτε να σηκώναμε ζήτημα βλάχων εκεί. Ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα θα έμπλεκε κυβερνήσεις. Πάλι θα σηκώνονταν ανεμοστρόβιλος, αρκεί να μας τη βίδωνε να το εγείρουμε. Στα Βαλκάνια, τίποτε πιο εύκολο. Υπερεκατό λαότητες αναφέρονται πως κατοικούσαν στην χερσόνησο στην αρχαιότητα, συν καμιά πενηνταριά φυλές και ρηγάτα από τον μεσαίωνα. Γι’ αυτό και είμαι υπέρ της κοινής τράπεζας και αλληλοσεβασμού σε όλα τα χούγια που κατά καιρούς παρουσιάζονται. Οι πιθανότητες να ομονοήσουμε είναι ίσες με τις πιθανότητες να μακελευτούμε.

Για την ώρα, τα λαμπρυντικά και καυλωτικά δήθεν ενωτικά θεματάκια που σηκώνονται, από αγοραία τάση ποικίλων εμπνευστών, όπως η άυλη και μη κληρονομιά της Ουνέσκο, είναι αφορμές για γκρίνιες, ή καταπίεση. Αν η Αλβανία έχει τον συντονισμό της πολυφωνικής μουσικής, τα Σκόπια την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η Βουλγαρία τα Αναστενάρια, μπορεί να μη σημαίνει και πολλά, αλλά κάποιοι αισθάνονται «ριγμένοι».

Όσο για τις επιτροπές και άλλα κωμικοτραγικά, αυτά λύνονται με μια τακτική συνάντηση κορυφής, σε διπλωματικό επίπεδο, που θα λύνει φλέγοντα ζητήματα.

Σταματώ εδώ, μη ανοίγοντας την προσωπική μου εμπειρία για το «μακεδονικό» και την εξέλιξη που υπέστην όσο γνώριζα βαθύτερα τα ζητήματα.Ίσως αργότερα, όταν, κυρωθεί-δεν κυρωθεί η συμφωνία, θα την πάθουμε μια σηψαιμία, ένα ταράκουλο. Πάντως να ξέρετε στα σίγουρα, πως ακόμη κι αν δέχονταν τότε, όπως και κόντεψε να συμβεί, την «Σλαβομακεδονία» πάλι σήμερα θα ήμασταν μαλλιά κουβάρια. Ακόμη και «ε σεις εκεί» να τους λέγαμε, πάλι τα ντράβαλα θα υπήρχαν.

Διότι έχουμε Δημοκρατία, κουτσή-στραβή και στην Δημοκρατία οι κυβερνήσεις, παντού εναλλάσσονται. Και οι κυβερνήσεις έρχονται συνήθως στην εξουσία όταν ψευδόμενες προεκλογικά, τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Η Βαλκανική εμπειρία είναι βαλκανική ιδιοκτησία.  Αλλά δεν κουνάμε μήτε το δαχτυλάκι μας για να μονοιάσουμε.

Διότι εκτός  από την άνεση που αισθανόμαστε όσο μας σκεπάζει το χάσικο σεντόνι της Δυστροπίας, τα Βαλκάνια παράγουν κάτω από κάθε πέτρα και κύμα τους, ένα κοίτασμα: τον αλυτρωτισμό.

 

*άστε ντούα=αλβανιστί «έτσι θέλω», έκφραση του επτά φορές πρωθυπουργού της Ελλάδας Βούλγαρη, τουπίκλην Τζουμπέ, όταν στέρευαν τα επιχειρήματα.