Μία των ημερών, ο Γιώργος Πούπης τηλεφωνεί και λέει μου: «έκθεση θα κάμω με σαλονικιούς, δικές σου φωτογραφίες έχω μόνο τις θεσμικές, κι εσύ μπαγάσα δεν με μνημονεύεις». Του λέγω ότι επιτέλους συναξάρισα όλα μου τα βιβλία, χαμένα και καμμένα, απέκτησα ένα υπόγειο με τζάκι και ατμόσφαιρα, έχουμε τώρα και γάτο, τον Φιρούζ τον δίκορο, θα φτιάξεις ατμόσφαιρα . «Έρχομαι» με λέει.
Τον ήξερα χρόνια πολλά και κανένας δεν μας σύστησε ποτέ-οι μπαγιάτηδες αυτά τα περιφρονούν. Ανταμώναμε στα Σκορδοκαΐλεια στη Φλώρινα, αγαπητικώς προσηλωμένοι στον Σουλιώτη, αλλά και σε παρουσιάσεις και όλην εκείνην την φάουσα των δημοσίων σχέσεων. Αλλά κουρσέψαμε της φιλίας το ερημόκαστρο όταν και οπόταν έρχονταν Αγροσυκιά, με παράταιρες παρέες, πάντα γελαστός και έτοιμος για ραβαΐσι, ανόμοιοι και καρντάσια, δεινοί πότες του ηλιοβασιλέματος, μιλώντας για πατρίδες ίσαμε μια πιθαμή, αλλά ακατανόητα φιλικές.
Επιθεώρησα το υπόγειο, ντύθηκα λευκό πουκάμισο και γελέκο και εμφανίστηκε. Το τζάκι έκαιγε. Με λέει «ωραία είναι σκοτεινά, βάλε κανένα ρεσώ στο γραφείο». Άναψα ένα. Με τράβηξε με τον Φιρούζ αγκαλιά, και μετά επέμενε να με βγάλει μία στα όρθια. Ακουμπάω στο γραφείο και παίρνω πόζα. Την ώρα που μετρούσε το φως, αισθάνθηκα ζώνη του λυκόφωτος. Η πλάτη μου και τα πλευρά ανέδιδαν ένα περτικαλί φως και τον μπέρδευε. «Γιατί βγάζεις ανταύγειες;» ρωτάει. «Καίγομαι διότι» του λέγω.
Το αναμμένο ρεσώ μετέδωσε τη φωτιά στο γελέκο και στο υποκάμισο εκ των όπισθεν. Όντως καιγόμουνα! Ως άκαυτη βάτος. Μου ρίξαν ένα ριχτάρι και με σβήσανε. Ο Γιώργος ξαφνιάστηκε με τη μηχανή έτοιμη, αλλά δεν σκέφτηκα να βαρέσει μια λήψη. Κατά το συνήθειό του, κυλίστηκε σε καναπέ ξεκαρδισμένος.
Γελάσαμε, ήπιαμε ποτά και καφέ και φεύγοντας ρωτάει μελιστάλαχτα: «μήπως να το ξανακάναμε αυτό το σκηνικό;»
«Εννοείς να ξαναπάρω φωτιά;»
«Ναι»
«Άσε καλύτερα»
«Θα ήταν φοβερή φωτογραφία» με λέει και αποχαιρετά.