Έμεινε, για λίγο, άφωνος. Είχε καιρό να το πάθει. Αυτός που πάντα μίλαγε, μερικές φορές πολύ, χωρίς καν να έχει κάποιον αποδέκτη απέναντι. Κακές συνήθειες χρόνων. Καναδυό φορές είχε μαλώσει άσχημα με την σιωπή και για δέκα μέρες ήτανε να σκοτώσει άνθρωπο. Μετά αποφάσισε να κόψει τους καυγάδες μαζί της, τσάμπα κόπος, τσάμπα νεύρα. Δεν κάνανε χωριό αυτοί οι δυο. Και την έδιωξε από το σπίτι.
Ξέρω τι σκέφτεσαι αλλά το λόγο που πάτησε pause, για λίγο, δεν θα τον μάθουμε ποτέ. Στις ζωές των άλλων δεν χώνεσαι όποτε σου καυλώσει, καραδοκούν και ατυχήματα. Μόνον ο καπνός απ’ το τσιγάρο του, που ανέκαθεν ήταν πιο φλύαρος κι απ’ αυτόν, θα μπορούσε να πει τι και πως αλλά τον είχε εκπαιδεύσει καλά. Χωρίς άδεια από το αφεντικό του μούγκα, χειλιτζίκια δεν έκανε.
Σύμφωνοι, δεν είναι και πολύ πρωτότυπο (φτηνό κολπάκι μοιάζει) να θες να διηγηθείς μιαν ιστορία που δεν έμαθες ποτέ, έχουν γραφτεί δισεκατομμύρια λέξεις ερήμην των βιολογικών πατεράδων και μανάδων τους. Αλλά σε τελική ανάλυση όλοι με υιοθετημένες ιστορίες που ζουν δίπλα μας στο mute καταγινόμαστε.