Μόλις πριν λίγο, στην επιστροφή σπίτι, ο δρόμος μ’ έφερε έξω από το κουρείο που έκοβα τα μαλλιά μου μια φορά τη βδομάδα πριν την πανδημία. Ο Πακιστανός μπαρμπέρης καθόταν σε σκαμνί έξω και χάζευε το κινητό του. Ευχήθηκα να μη με δει καθώς περνούσα και ήταν σαν η ευχή να μην απευθύνθηκε στην τύχη μου αλλά σε αυτόν. Τη διάβασε με το νου του και σήκωσε το κεφάλι. Τι έγινες; ρώτησε κι απάντησα ότι με τα κουρεία κλειστά αγόρασα μια καλή μηχανή και κουρεύομαι μόνος μου. – Όντως μια Wahl, ένα γερό μουλάρι η οποία αντικατέστησε την παλιά Remington, της οποίας το μοτέρ είχε ξεχαρβαλωθεί όπως διαπίστωσα στην αρχή του εγκλεισμού. – Δεν έχει δουλειά καθόλου, είπε ο κουρέας χαμηλόφωνα. Του υποσχέθηκα ότι θα τον επισκεφθώ, κανένας δεν μ’ έχει κουρέψει τόσο καλά όσο ‘συ πρόσθεσα. Χαμογέλασε, τα μάτια μισόκλειστα στο μικρό πρόσωπο όπου διέκρινα για πρώτη φορά ένα δόντι που λείπει μπροστά.
Το πρόσωπό του ξεκάθαρο, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω αν χαμογέλασε για το ευχαριστώ ή από συγκατάβαση.