Village cyborgs
07-04-2021

Ήρθε η ώρα της αφηγηματικής τομής, του έρωτα των πραγμάτων, του πανιού που το βρέχουν χειλάκια που διψάνε. Σε μη λογοτεχνική ορολογία, ήρθε η ώρα της ανάγνωσης των στοιχείων κάτω από το χαλί.

Τα χωριά μας (και χρησιμοποιήστε όπως επιθυμείτε αυτήν την πληροφορία) μπορεί να είναι ο τροφοδότης και ο ανακυκλωτής των πόλεων, και ο μηχανισμός νοσταλγίας των όντων που δεν γεννήθηκαν με καλό μνημονικό αλλά από κυβερνητική άποψη, ελέγχονται, υφίστανται διαχείριση κι εκμετάλλευση από ένα παράλληλο κράτος, από μια λοξότμητη εξουσία, από παράξενες αμνηστευμένες συνειδήσεις. Για να το κάνουμε πενηντάλεπτα, ελέγχονται από άλλον πλανήτη.

Η ανόητη φράση «γέμισα τις μπαταρίες μου» επί πασχαλινών εκδρομέων που έφαγαν ματάκια αρνίσια στο χωριό τους, ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό το άξενο, το αφιλόξενο και το τραγικά άπλυτο των αστικών συνοικιών της χώρας, δηλαδή εκεί που κατοικούν οκτώ στους δέκα κατοίκους. Άσχημο πράμα να έχεις στα σύννεφα βενζινάδικο, άρα και φις ηλεκτροδότησης και να θεωρείς το χωριό εργοστάσιο στατικού ηλεκτρισμού.

Οι διαφορές χωριού και πόλης, το urbi et orbi, είναι η πρώτη ευδιάκριτη χαράδρα, τομή και τάφρος ανάμεσα στα ανθρώπινα δημιουργήματα. Η πόλη είναι παραγωγός ανθρωπίλας, το χωριό είναι μια φαντασιακή κατασκευή για το κράτος, που θεωρεί τον πρωτογενή τομέα και τα ενδιαιτήματά του, κατά βάσιν τα χωριά, ως χώρες των Στρουμφ, των Μerrie Μelodies και των Χόμπιτ.

Οι χωρικοί δεν αντιμετωπίζονται ως άτομα, ως πολίτες, ως ενσυνείδητα όντα. Είναι οι Νεάρτενταλ του συστήματος. Ίσως επειδή σε χωριά κατοικούν αρκετοί γονείς υπαλλήλων ή πολιτικών, ίσως επειδή ο νοσταλγικός τόνος του μοτίβου «είμαι σαραντάρης και επιστρέφω στον παιδικό μου χώρο» επιτρέπει όλα να αντιμετωπίζονται ωσάν το Kaos των Ταβιάνι, δεν υπάρχει καμία ενέργεια, πράξη, πρωτοβουλία, έξυπνη ιδέα ή απόλυτη χαζομάρα που να μη αντιμετωπίζεται με χλιαρή αποδοχή που συναντούμε αν σε ένα μαγαζί ακούσουμε ένα πτηνό που μιλάει. Καθόμαστε και χαιρόμαστε που έχει την μηχανική ικανότητα να απομιμείται κάτι. Δεν ρωτάμε ποτέ το πουλί τι γνώμη έχει για τον Μοντεσκιέ.

Το ίδιο συμβαίνει με τους κατοίκους των χωριών. Θεωρούνται από το Δημόσιο και από τους ιδιώτες επιχειρηματίες ένα είδος δημοφιλούς κρετίνου, μπλοκαρισμένοι από δεισιδαιμονίες και υστερίες. Συναλλαγή είναι το μόνο που αντιλαμβάνονται. Αν ένας χωρικός πρόσεξε μια βάνα που αν μεταφερθεί και διανείμει μια νεροσυρμή σε διπλάσια έκταση, κάνοντας ουσιαστική οικονομία, δεν υπάρχει περίπτωση η αρμόδια υπηρεσία να του κανει την χάρη. Αν όμως το ίδιο ανακαλύψει κάποιος που μίλησε με τον Νταλάρα, είναι ιδιοφυία.

Βεβαίως ο κρετίνος έχει μερικά πανάρχαια πλεονεκτήματα. Οι αρχαίοι άκουγαν τους τρελούς, τα παιδιά, τους ξένους που μιλούσαν παράξενα και τα θεωρούσαν διοσημείες. Μετά τη γενιά του τριάντα, η εκτίμηση στο γλωσσικό ιδιόλεκτο που ενεργοποιεί σολοικισμούς και σφάλματα, μπορεί να ενοχλεί έναν καυγά κουλτουριάρηδων, αλλά αν ειπεί ο χωρικός «εσύ στερείσαι καλλιτεχνικά» ή «όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά» είναι πλέον άρχων των γνωμικών. Με τα «τρεμπιέν είπε και αναχώρησεν ο ναύαρχος» εξάλλου, δεν φημίστηκε ο Μακρυγιάννης.