Πρώτη μου φορά στη Νάπολη, θα΄χει σαράντα χρόνια. Με το κατρελάκι. Αφήνω Πομπήια για να βραδιαστώ στη Ρώμη. Εξαρχής ξαφνιάζομαι από σειρήνες, πολλές σειρήνες, σαν από περιπολικά ή πυροσβεστικά- δεν ήξερα τα χούγια του τόπου. Στην παραλιακή το σώσε. Παντού, πλανόδιοι πουλούσαν διάφορα και φορτικά. Οι μακρυνές σειρήνες πάντα. Κάποιος προπορευόμενος μέσα στο αλαλούμ, υποτίθεται πως οδηγούσε, αλλά με τα δυό του χέρια, βγαλμένα έξω, έκανε σήματα σε κάποιον τσιγαρά, κι επειδή δεν ακούγονταν, αφήνει το αμάξι και βγαίνει να τον προλάβει. Τότε κατάλαβα πως πατούσε (όπως κι εγώ) σε γραμμές τραμ και ω του θαύματος μπροστά μας παρουσιάζεται ένα. Και πατάει επίμονα την σειρήνα του. Ο βγαλμένος τυπάς, ψωνίζει, ανοίγει πακέτο, ανάβει τσιγάρο και γυρνάει στο αμάξι του απαθέστατος. Ο τραμβαγέρης έκλεισε τη σειρήνα, πλακωθήκαμε στα περιθώρια του δρόμου και κατάλαβα επιτέλους τι συνέβαινε.
Καθόλου αψύς, πιο φιλοσοφημένος, στα όρια του απαθούς, κάθε φορά που με περιλαβαίνει μια είδηση απ’ αυτές που φτιάχτηκαν για να ξαφνιάζουν, θυμάμαι εκείνες της σειρήνες της Νάπουλας και η ανάγνωσή μου είναι πια κατεψυγμένη και μια από τα ίδια. Οπότε το βίβερε περικολοζαμέντε καταντά σαν βίβερε να μη μοιάζει.