Εδώ και χρόνια, αντί διαλείμματος, καταγράφω σε αρχείο, όλες τις φυλές, τα έθνη, τα γένη και τα μελέτια, που έζησαν ή θρυλείται πως έζησαν στην ανατολική Μεσόγειο και τις ενδοχώρες της. Είτε από μυθολογίες, είτε από ιστορικές αφηγήσεις, τεκμήρια ή όποιο άλλο υλικό. Όχι, δεν είναι επιστήμη, μήτε λογοτεχνία, μήτε καν ένας ξερικός, σχολιασμένος κατάλογος.
Πρόκειται, τώρα που καμιά φορά το διατρέχω, για ένα μνημόσυνο των ανθρώπων που έζησαν, ή θρυλείται πως έζησαν, κινήθηκαν ή βάλτωσαν κατά περιόδους, χωρίς οι περισσότεροι να περάσουν με ένα όνομα, ή συνήθειο, ή δράση, σε έναν σημερινό χάρτη, πολιτικό χάρτη. Κοντολογής, ό,τι έχει καπακωθεί από το ζελέ των σημερινών κρατών, που είναι καμιά τριανταριά, κρατών που συγχώνευσαν λαούς, ομάδες, φυλές, έθνη και γένη που ηττήθηκαν, χωνεύτηκαν ή κομματιάστηκαν, χωρίς να διατηρήσουν ένα προφανές αποτύπωμα στην σημερινή Ιστορία.
Δεν περίμενα, ξεκινώντας, να είναι παρά μερικές εκατοντάδες και ήδη έχουν ξεπεράσει τη χιλιάδα και ο κατάλογος είναι φρικτά λειψός. Στη νεότητα, για να ξεδώσω, κατέγραφα τα γράμματα του αλφαβήτου που υπάρχουν σε διάφορα κείμενα και στο μισό εκατομμύριο, σταμάτησα -εξάλλου κατέφθασε η κοινωνία της πληροφορίας και η ψηφιακή σύγκλιση, οπότε δεν είχε νόημα.
Αλλά στο παρόν παιχνίδι, σημειώνω, σε τεφτεράκι, από τον όγκο των ονομάτων, πόσα από αυτά διεκδικήθηκαν από σημερινά κράτη, πόση μουσική, θρύλοι και παραδόσεις που θεωρούνται τουριστικό κεκτημένο ή ιστορικό καμάρι, υπήρξαν κατάλοιπα εκ των αφανών, των ηττημένων, των εθελόδουλων, μιας φύτρας που την κατέφαγαν ραμφίσματα πτηνών, διαφημιστές ξένων αρετών και βίαιων ή γλυκερών ενώσεων σωμάτων.
Τίποτε πιο ελκυστικό και πιο μάταιο, πιο στείρο και πιο γοητευτικό. Σε κάθε γραμμάριο οργανικής ύλης ή ανόργανης παρουσίας, ενυπάρχει και ένα στοιχείο μη μετρήσιμο, που ακόμη και το DNA δεν ανιχνεύει. Η έννοια του «ανήκειν», το πνεύμα της Ομάδας, η παντοκρατορία του «εγώ».
Συνήθειες γραμματικού, θα μου αντιτάξετε. Μπορεί. Πάντως όταν η σελήνη δείχνει τα νώτα της στο πλησιέστερο βουνό και ο ζων νεκρός της μνήμης μου νοτίζεται από μια δορυφορική αντέννα δίχως αύριο, δίχως καν εικόνα, ακούω λελεγίσματα και πολυφωνικά ραβαΐσια, πολύ αχνά, αλλά με παντοδύναμη επιρροή. Χωρίς άλλα λόγια, εμπνέομαι.
Δεν υπάρχει κάτι άλλο, κι αυτό το «άλλο» είναι ήδη πάρα πολύ.