Η εικοστή πέμπτη Μαρτίου, εορτάζεται συμβατικά ως ανοιξιάτικη ευδία και την θεωρώ συμβολικό φαινόμενο, καθώς η χώρα που γεννήθηκα αυξάνονταν ή μίκραινε ανεξάρτητα από αυτήν. Αν μου επιτρέπεται μια ανεκτή παραδοχή, η ελληνική επανάσταση ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη εκείνον τον Φεβρουάριο και εάν οι σχέσεις με την Ρωσία δεν είχαν την τεθλασμένη εικόνα ενός καρδιογραφήματος, όλα τα στοιχεία του Σηκωμού θα ήσαν διαφορετικά.
Ακόμη και οι πρόδρομοι του Αγώνα, δύσκολα περιλαμβάνουν τους εξακουστούς αρματολούς και κλέφτες, ήτοι την μαγιά τω Ρωμιών και άλλων μελετιών που δεν εφόρουν παρά σπανίως ή ποτέ μακρούς ντουλαμάδες ή ποδήρη εμφάνιση. Μήτε θα θεωρούσα τον Βελεστινλή, τον Βλαχάβα, τον Κατσαντώνη, τους κοτζαμπάσηδες και τους εμπόρους ή καπεταναίους των ορέων και των νησιώνε, ανήκοντες σε διαφορετικά κεφάλαια της Ιστορίας. Ισοτίμως συνέβαλαν σε αυτήν την πελώρια μεταστροφή χαρακτήρων και συγκυριών, η θέρμη εκ των εγέρσεων Αμερικής και Γαλλίας, ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας, διδάσκαλοι ποικίλων ζητημάτων, έστω αντίμαχοι αλλά υπό το φως του Διαφωτισμού.
Βλέπετε, η μετέπειτα Ελλάς είχε και κατείχε την τεχνογνωσία ειδικών προϊοντων, αδελφότητες μεταποιητών και διακινητών, Αμπελάκια, Μαντεμοχώρια, χρυσικούς, καραβοκυραίους και ευνοημένους του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, διομολογητές, συντονιστές καραβανιών, ελέγχους οδών προς Βιέννη και μαυροθαλασσίτικα λιμάνια, αποδήμους και των σαράντα σημείων του ορίζοντος, πολλούς δασκάλους, μεταφραστές και μέλισσες τους χαρακτήρος του Κούμα, του Ψαλλίδα και παράλληλους ξεγελασμένους όπως τον Αλή Πασεία και τον Πασβαντόγλου. Επίσης διαχειριστές πανηγυριών, μα και χιλιάδες νεκρούς τιμωρημένους, συχνά ομήρους.
Η παλιά Ελλάδα είχε αποξενωθεί από τα τελευταία βενετσιάνικα μετερίζια, αρχές του 18ου αιώνα και κολλητά στο σώμα της, η Αγγλοκρατία οργάνωνε τα καπάκια της με τους Αρμοστές και τους Προτήκτωρες. Τα μαντέμια της Χαλκιδικής, ο Μπελον τα σύγκρινε με την λεκάνη του Ρουρ, ενώ των Εβραίων η καταφυγή σε Σαλονίκη, Γιάννενα και αλλού, οργάνωνε τις Ιερουσαλήμ του άλλου καιρού. Οι Αρβανιτάδες και ο «βλάχος πολύς όμιλος» από τα χρόνια του Κατακουζηνού έστρωναν καπάκια και συνέργειες από την Κρόια, έως τους βράχους στην Εύβοια.
Η έκλειψη της Βενετίας απο την Πελοπόννησο και η αναγκαστική συνύπαρξη των Γασμούλων με τον ιδιότυπο «ραγιαδισμό» του Μοριά που άφηνε εντούτοις πολλές πηγές μανιάτικης αυτονομίας να βλαστήσουν, μείωσε την συμφορά των Ορλωφικών χάριν και της επτανησιακής ανακούφισης που διέθεταν ταλαιπωρημένοι οπλαρχηγοί, εντασσόμενοι σε ξένες σημαίες.
Η Επανάσταση έγινε δυνατή επειδή υπήρχαν δίκτυα, αποτελεσματικά στις μάχαις μπουλούκια, ικανοί στρατηγεύοντες παραπάνω απο τους γκρινιάρηδες και μορφές που ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
Όση προσπάθεια καταβλήθηκε προκειμένου να υπάρξει ιστορική μνήμη, άλλη τόση δαπανήθηκε για να στηθεί ένα σκιάχτρο παραγνώρισής της. Τελικά, ο Χρόνος δεν είναι κριτής, αλλά ένας γκρινιάρης συνταξιούχος που διαμαρτύρεται σε θέατρο πως δεν έχει «καλές» θέσεις.