Aπό σινεμά, γκώσαμε. Κανάλια κρατικά, ιδιωτικά, πλατφόρμες και ιουτούμπια με εκατοντάδες ταινίες, στις παλάμες διαθέτουμε μπόλικα remote controls αλλά καταναλώνουμε όποια παπάρα περίσσεψε από σινεμάδες που έκλεισαν. Ένα στα είκοσι έργα κατι λέει.
Δίπλα στο διαθέσιμο υλικό, οι διαφημίσεις. Εδώ, είναι να τρώει η μάνα και να μη δίνει στο τομσωγιεράκι της. Στο μόνιτορ, πρωταγωνιστεί μια αρχιτεμπέλα που λιανίζει είδη γραφείου και φλερτάρει με συνάδελφο γραφείου μέσω μιας γκοφρέτας, κάτι ξεσηκωμένες ενθουσιώδεις που χορεύουν με καροτί εσθήτες (το χρώμα της μοδός) παινεύοντας ένα ψωμί κομμένο φέτες τραγουδιστά, με την λέξη «αχνίζει» (άρα προϋποθέτει αγορά τοστιέρας) τρεις μουστερήδες, τον αμερικάνο, τη οικογένεια και το Ρώσο που συγκρατούν τη λιγδερή μάκα από τους υδροσωλήνες της ύδρευσης, αλλά κανένας δημαρχαίος δεν διαμαρτύρεται, οι επαναληπτικές εμφανίσεις πράγματι κακών ηθοποιών που καταλαμβάνουν τον πολιτικό σχολιασμό, και βέβαια, η υμνωδιοθρηνωδία για το 1821, και το κλασικό πνεύμα αντιλογίας καθημερινώς που εξηγούν πόσο βρώμικα και συνωμοτικά υπήρξαν όλοι και όλα, δίχως κανένα επεισόδιο να δείχνει ανωτερότητα πνεύματος. Κανονικά έπρεπε να ξαναϋποταχτούμε στον Χουρσίτ και στον Μπραήμη αφού ο Μακρυγιάννης καβάτζωσε θέση δημοσίου υπαλλήλου…
Οπότε, βραδιάζει και η πιθανότητα να σαλτάρεις από το μπαλκόνι, ραντίζοντας με γαίματα την απέναντι τέντα, ευτυχώς στομώνεται, διότι έτσι και νυχτώσει, έχουμε συνεχή ρηάλιτι, κατευθείαν από την νήσο του Ιφ και το νησί του Πεταλούδα, ήτοι κάτι καταδικασμένους της Αλτόνα που κινούνται σε δωμάτια έως αίθουσες και ζούγκλες, κυρίως συνωμοτούντες ακαταλήπτως άνευ λόγου.
Πολλά ρηάλιτι, όπως ένα λεγόμενο big bro, ήτοι «αποκλειστικό Ανδρέα Μικρούτσικου» το οποίο έκλεισε με νικήτρια μια αλλοπαρμένη τσιρίζουσα και σκίζουσα καλσόν διασαλευμένη που μόλις νίκησε μετετράπη σε συμπαθή νοικοκυρούλα για προξενιό, τα είδα πεταρίζοντας το βλέφαρο. Αλλά η προσοχή μου κεντρώθηκε σε μια μπλε και μια κόκκινη ομάδα, στου διαόλου το κατάστιχο, που η βρώμα και δυσωδία των ηρώων, τελείως παρά την θέλησή τους, έσβηνε με σπάνια λουτρά αλισίβας.
Οι παίκτες, που πάνε κι έρχονται ψαρεύοντας, μισούντες και μισούμενοι, όπου η τουρκοελληνική ηγεσία τους βάζει να μιλάνε και να πεινάνε, έχουν αρχηγό. Ο αρχηγός εδώ δεν μοιάζει με τον Κατσαντώνη. Ο ερυθρός Κοψιδάς ήταν μεντιτέιτωρ, κάνει διαλογισμό και δίδει συμβουλές, αλλά δε λέει να πάρει δέκα καρύδες να εξασκήσει τα στραβάδια στη σκοποβολή, να γίνουν ξεφτέρια. Τα ίδια και ο μπαρμπαρόσα μπλε Ιρλανδάκος Τζέημς που καταγράφει ορθώς τα στατιστικά, αλλά τον έχουν απομονώσει κάτι οπαδοί σάμπως τύπου Ανταρσύα με κάποιον Αλέξη που αυτοθεωρείται γκόμενος και έχει παραβιάσει κάθε κανόνα, αλλά νομίζει πως όλες τον θέλουν και θα τον δείτε σε τέσσερα χρόνια βουλευτή ή υπουργό πολιτισμού.
Η αληθής φρίκη είναι πως οι παραγωγοί ποντάρουν σε μια βαβυλωνία, παραχώνουν τέως και νυν εραστές να κοιτάζονται φαρμακερά και μετά να αρπάζονται σαν κοψονούρες ανακόντες.
Οι κανόνες αυτών των τελετών είναι άπαντες άδικοι, κι έχουν στόχο να διαλυθούν οι θεατές σε αβράκωτους, ροβεσπιερικούς, φαλμεράυερ και οπαδούς του Ζίγδη. Έχει τόσες τρύπες το game ώστε χωράει ολάκερος με την ρητορική του, ένας καημενοκαημένος που δις τονε ψήφισαν με 80% να φύγει, να πάει αλλού, αλλά ο Ατζούν το φρόντισε: άσχετο αν δεν τον θέλουν, θα αποφασίσει ο Λαός του Καναπέ και μόνον αυτός. Και ο Τριαντάφυλλος Γιαχού, όπως διατηρήθηκε καμπόσο η κυρία Ανθή, θα ψηφίζεται από τον λαό. Οι υπόλοιποι «ήρωες» ένα αρχαίο ερωτοδικείο, ένας ωραιοπαθής τύπου «σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα» και τρεις νομά σ’ ένα δωμά που τώρα θα τον ξηλώ- κι ας παίρνουν πό-(ντους) περιορίζουν το ενδιαφέρον στο πόσα διαστρέμματα θα αντέξουν.
Ευτυχώς, είδα και ξαναείδα πεντέξη ταινιάρες, διότι τους «ειδικούς» κι αυτούς που «διαφωτίζουν το κοινό» μήτε να τους δώ στα μάτια μου.