Όχι πολύ παλιά, η βουτιά στη θάλασσα ―από την πρώτη ως την τελευταία, λίγο πριν πλυθούν και σηκωθούν στη ντουλάπα οι πετσέτες― ήταν Κάθαρση. Τα πάντα άδειαζαν, τα ζόρια και τα “ναι μεν αλλά” έμεναν πίσω, μη σου πω ότι ούτε στο φέρι κατόρθωναν να τρυπώσουν λάθρα. Τρεις νύχτες, πέντε, έξη (κατάφερνα και διψήφιες, απίστευτο) η έγνοια ήταν η πρωινή ανατριχίλα στην πρώτη γουλιά του καφέ, ποιο μπλε θα συναντήσω και πόσο κρύες θα ’ναι οι μπύρες. Όσα κι αν ―δεν― είχε μέσα το πορτοφόλι.
Eδώ και κάμποσα χρόνια κάθε προσπάθεια είναι όλο και πιο επίπονη. Τσιμέντο έγινε η θάλασσα. Δεν τρυπιέται, παλεύω να βουτήξω και μένω ψιλοτσακισμένος έξω. Σαν να νιώθει ότι δεν την θέλω όπως παλιά κι ας λυσσάω ολόκληρο χειμώνα κι άνοιξη να ’ρθει η ώρα να την ξαναβρώ. Να πεις ότι άλλαξε αυτή, ή ότι δεν φτιάχνουν πια τις βουτιές όπως παλιά, προστυχιά κι αχαριστία θα είναι.
[ από το μπλογκ a/man/called/…]