Ο Άλντο Ρέι, παιδί Ιταλών μεταναστών (1926), βατράχι στην Ιβοζίμα, τρεις γάμοι, μίλησε αγγλικά στο δημοτικό, ψηλός, ογκώδης και ανέκφραστος, μάθαμε με τον Μπίλη από τον θείο του που είχε σινεμά πως πρωταγωνιστεί στην ταινία που θα φέρει, ονόματι «Γυμνοί μπροστά στον Θάνατο». Είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε πονηρά ραντεβά, δεκάχρονα πίτσκα και η συλλαβή «γυμν» μας τρέλαινε, κι όχι επειδή μας έθελγε κανας γυμνοσάλιαγκας ή η Γυμνοπαιδία. Το θυμικό μας δούλεψε υπερωρίες. Ο Άλντο Ρέι, θέογυμνος, αγκαλιά με ερωμένη που ήβγαλε μαχαίρι να τονε σκοτώσει. Έτσι θα ήταν η πλοκή. Και πήγαμε, στον βυσσινήν εξώστη.
Μούφα. Το έργο ήταν πολεμικό, αυτός ο Άλντο Ρέι ήταν ένας λοχίας αυστηρός και σίχαμα, όλοι στο έργο ήταν ντυμένοι και σχεδόν χωρίς γυναίκες, κι αυτές μπουρλωμένες, βαρεθήκαμε, βγήκαμε και περπατήσαμε σιωπηλοί, ανάμεσα Συνεταιρισμό και Ιντζεσίλογλου, μπροστά από το σπίτι του θείου Πέτρου ως το σπίτι του Μπίλη με το νοσοκομείο αριστερά κι ένα τουρκόσπιτο μετά το σπίτι του Ψαρρή, στο παραγκάκι με ξυλοτέξ όπου ήτον ο στρατώνας μας. Καθώς αράζαμε πικραμένοι, εμφανίστηκε ο πρώτος της συμμορίας και μας ρωτάει «σινεμά πήγατε;» Ναι. «Και τι είδατε;». Κι ο Μπίλης, σκασμένος: «Γυμνοί μπροστά στον Άλντο Ρέι»