Σ΄ένα παχύφυλλο από στρατσόχαρτο τεφτέρι φυλάγω σκίτσα εκατό, μπορεί και περισσότερα γεμάτο κωδικούς, λοφάκια και αποστάσεις κοντεύουν έτη πενήντα από τα σχέδια κι ας ονειρευτήκαμε να γιορτάσουμε δεκαετία.
Iούλιος 1972, τρεις φοιτήτριες, τέσσερις φοιτητές κι ο Βαγγέλης Καργούδης ως κινηματογραφιστής, πλανηθήκαμε στον Αλιάκμονα, από εκβολή έως τις πηγές του Γράμμου, και στον Βενέτικο. Και μόνο που περνούσαμε τον ποταμό, κατόρθωμα ήταν. Εντούτοις ζήσαμε και μια εμπειρία, ως έσχατοι περιηγητές: περπατήσαμε και εντοπίζαμε οικισμούς, μνημεία και άλλα «δικά μας» σε ένα στενόμακρο λιβάδι όπου σήμερα είναι η λίμνη Πολυφύτου, αλλά και άλλες λεκάνες μέσα στα στενά της Χάδοβας, όπου δεν πάτησε ψυχή.
Αναρίθμητες περιπέτειες, εμπόδια, ξενύχτια με παιδικότατες μάχες, προσκυνήματα στο Λινοτόπι, σε θάμνους πετρωμένους από ναπάλμ, μονές, ξωκλήσσια και μεταλλεία, διανυκτερεύοντας σε σχολεία ή στην ύπαιθρο, κι από αυτά να έχει μείνει μόνον ένα είδος περιοδείας ανάμεσα σε Μπαλινέζους ή Κανάκους, σε χωριά όπου κυκλοφορούσε ανέτως η τριπλέτα παπάς, χωροφύλακας, κοινοτάρχης, ενίοτε ένοπλοι.
Τα ψάρια, όχι όλα, περιέχουν νηκτική κύστη στο εσωτερικό τους, ένα κομμάτι ουρανού που τους επιτρέπει να μη φέρονται αεικίνητα. Είναι η «φούσκα» που βγαίνει ενίοτε από το στόμα τους όταν τα βγάζεις από σχετικά μεγάλα βάθη.
Αυτήν την νηκτική κύστη εμπεριέχουν μερικά κείμενα ή και συλλογές λέξεων. Αν δεν την έχουν, είναι καταδικασμένα να επαναπροσδιορίζονται, ήτοι να κινούνται συνεχώς. Όπως την έπαθα προσφάτως: ενώ είμαι ακόμη στα συγκαλά μου και έχω ένα στενό περιθώριο να ενώσω τα γραπτά μου σε ενιαία συνείδηση, εμποδίζομαι από την πίεση να μεταφράσω μέρος από το «περί κτισμάτων» του Προκοπίου κι ένα συγγενές παραδοτικό έγγραφο του 1202 που περιέχει θησαυρούς τεχνικής ορολογίας.
«Μυθολογική, οδηγητικό εγχειρίδιο για το Παράλογο» «Αρχιτεκτονική και γλώσσα» «Μοναί εν φθινούση Ρωμανία» «Κοινωνιολογία της υπό Σαμουήλ Κομητόπουλο στάσεως» «Η θέση της αρχαίας Πέλλας» «Εντοπισμός πολισμάτων» «Σχόλια στο έγγραφο 16 της Μονής Ξηροποτάμου».
Από το 1967 έως το 1972 κι όσο ήμουν φοιτητής, έγραφα κείμενα που τα τσιμπίκωνα αυτοτελώς. Εκτός από τα πρώτα δύο που δάνεισα και τα ήφαγε η μαρμάγκα, τα άλλα, μαζί με άλλα τσιμπικώματα μεταφέροναι αδιάβαστα από μετακόμιση σε μετακόμιση, μαζί με άλλα, συγγενικά τους, αλλά με λιγότερο φιλόδοξους τίτλους. Όταν ξοδεύω ίχνη φαιάς ουσίας γι αυτά και τα συγγενικά τους, στην ουσία αναπαριστώ τον σκελετό ενός κήτους, πάντως μεγαλύτερου από εκείνο που κατάπιε τον Ιωνά. Στον φυσικό χώρο, έτσι αντιδρώ όποτε βλέπω στον χάρτη μια στενόμακρη λίμνη, του Πολυφύτου, αλλά και την ξεχειλωμένη κοίτη του Αλιάκμονα που έχει γεμίσει βουβωνοκήλες από το Λαριό έως τη Σφηκιά με πλάτη το Τορνίκι και παρακάτω.
Βλέπετε, είχα το προνόμιο να ανήκω στην ομάδα που περιόδευσε τον Αλιάκμονα το 1972 και ήταν η τελευταία που περπάτησε τα στενά της Χάδοβας και την ελιμειακή κοιλάδα που έγινε μια βαθιά λίμνη γεμάτη γουλιανούς. Ακόμη και στις στιγμές της αυτοψίας, είχα την αίσθηση πως κυκλοφορούσα εντός του σκελετού ενός τέρατος όπως τα οστά που είδε ο Νέαρχος στην παραλία της Γεδρωσίας.
Ο Αλιάκμονας, έστω παραμορφωμένος, στάθηκε τοπόσημο του βίου, όχι μόνον του εδικού μου. Ανάμεσα στα σημειώματά μου, βρίθουν οι αναφορές, αλλά τα σημειώματα χωρίς ευρετηριασμό μοιάζουν με ανεπίδοτους έρωτες σε πλαίσιο ευσυγκίνητου ήθους που οι πάντες περιφρονούν. Πάντως, επειδή εκείνα τα χρόνια πηγαινοερχόμουν συχνά στη Βέροια, γνώρισα μια συντροφιά αρχαιολόγων, ανάμεσά τους την Κατερίνα Ρωμιοπούλου και τον Γιάννη Τουράτσογλου, οπότε ήξεραν για την περιοδεία και θεώρησα χρήσιμο να έχει η υπηρεσία έναν χάρτη της έρευνας, που εντέλει σχεδίασα και παράδωσα στο Μουσείο Θεσσαλονίκης έναν, σε καλή κλίμακα, το 1973. Δεν ξαναπήγα στην Ελίμεια, στην Τυμφαία και στα πέριξ ποτέ, αν εξαιρέσω μερικές Κοζανίτικες και Γρεβενιώτικες εντεύξεις. Μήτε θα πάω βέβαια. Μου κάθεται στο λαιμό, ωσάν ψαροκόκκαλο, τέτοιο ενδεχόμενο.
Οι λίμνες, γενικά, δεν διαθέτουν παρά την επιπόλαιη σταθερότητα ενός easy rider. H Βεγορίτιδα δεν υπήρχε, μετά υπήρξε και πάλι μειώνεται. Η θρυλούμενη εσωτερική της σύνδεση με την Αχρίδα είναι μεγαλειωδώς ανακριβής. Της Πικρολίμνης τα νερά μπορεί να ξεκίνησαν από μια κοντινή τσουρούτικη ονόματι Γλυκολίμνη. Αλλά η στέγνα αμφοτέρων, άλλα διδάσκει. Και το Αμάτοβο, η ομηρική Αμυδών, απορρόφησε τη λίμνη του, ενώ στο Ζαγκλιβέρι και στον κάμπο της Μαυρούδας οι λίμνες έρχονται και χάνονται.
Η νέα λίμνη, δεν έχει πληθυσμούς με νηκτική κύστη. Κι όποιος κολύμπησε σε λίμνη, ξέρει πολύ καλά τι εννοώ, ακόμη κι αν διαθέτουν την στραφταλιστή φωταύγεια μιας Αχρίδας που μοιάζει να γεννήθηκε για να υπάρχουν οι κύκνοι της στο πνευματικό νταμάρι του Σβέτι Ναούμ.
Ούτως ή άλλως, γνωρίζοντας πως θα υπάρξει λίμνη και πλατσουριστές γκιόλες και λούμπες, περπατούσα ως βατραχάνθρωπος στα ξερικά σταροχώραφα και στα κτίσματα που θα εξατμίζονταν. Το έπραττα εξεπίτηδες, βέβαιος πως καθώς η λίμνη παράγει στοιχειά, τρίτωνες και ύδρες, ζάμπες και αβδέλλες με τα τσουβάλια, περπατώντας αμέριμνα, θα με απορροφούσε το μαύρο νερό τους, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ακόμη φράγμα να γεννάει την πλησμονή του νερού.