Tα φανερά του βάλτου
06-06-2018

Διάβασα το βιογραφικό σας, και λυπήθηκα που ήσεσθεν αδιόριστος εκπαιδευτικός. Η γαμόχωρα που σας φιλοξενεί δεν κατάλαβε το βάθος της παιδείας σας, αλλά ευτυχώς σας πρόσεξε η ηγεσία, προβιβαστήκατε σε Σύβουλα, κι έτσι, όταν η Σαλονίκη με το καλό αποκτήσει κεντρικό σταθμό οχημάτων σταθερής τροχιάς, επαξίως θα τον βαφτίσει Γκαρ ντυ Νίκ (Καρανίκειον) κι όχι τίποτες δήθεν ήρωες του πεταμάτου και σφαγείς των λαών.

Αργότερα, κακοί σύβουλοι σας παρέσυραν και γράπσατε πως ο κοντούλης σφαγέας  δεν είχε που να στεγνώσει ταις ποδάραις του και κακόπεσε ανάμεσα σε ποντιάκλες, παυλοκαταραμένους και την φάρα των παεζάνων. Διότι, σωστά λέτε πως εκεί που νόμιζαν οι τάβανοι πως αντάμωναν το πιντί, είχε βάλτο και φίδγια και γκιόλες και δεν αντάμωσαν ποτέ.

Λοιπόν, στα χρόνια του πίτσκου και του μπαμπάκου του, η γκιόλα λεγόταν Βόρβορος και ήταν λιμνοθάλασσα. Και εκεί έζησε ο Ευριπίδης, η λούγκρα που σχαίνονταν τις γυναίκες, ώσπου τον ήφαγαν τα σκυλιά τα μαύρα και γλυτώσαμε, κι ένας γλείφτης τον μοιρολογάει που ζούσε «Βορβόρου εν προχοαίς». Και η Πέλλα που γεννήθηκε και από σαμιαμίθι ετών δέκα υποδέχονταν πρέσβεις από το Ιράν (εσείς τότε διαβάζατε Μπακούνιν σε Βίπερ) είχε λιμάνι, οι κερατάδες, κι ένα κανάλι πολλά στάδια, 24 χιλιόμετρα που έβγαζε στην τάλασσα. Ξέρετε, Ντενίζ. Και οι αρχαιολόγοι έβγαλαν οικισμούς και εγκαταστάσεις και καταμεσής της γκιόλας ένα κάστρο φοβερό που υπάρχει σε νόμισμα και ήταν Ακρόπολη και θησαυροφυλάκιο, και το έλεγαν Φάκο. Τέτοια ψώμματα. Τη γέφυρα στο Κλειδί θα την είδατε. Δεν ήταν αντίγραφο της πύλης της παλιάς ΔΕΘ. Και εκεί που λένε οι μαλάκες πως δίδασκε ο Αριστοτέλης το πίτσκο δεν ήταν η Μίεζα, αλλά η άσημη Μύγιεζα, δηλαδή εκεί που έχεζαν οι μύγες. Ευτυχώς μας ηγλυτώσατε από τα μυγοχέσματα.

Μάθε, προστατευόμενο σοφό κεφάλι του γκουβέρνου πως μακάρι να ήτουνε μόνο ποντιάκλες και φαρασιώτες και τρακατρουκαλήδες που ονειρεύονταν πως μίλησαν με το κοντό. Ήταν και Γαλάτες που έβγαζαν στον Γαλικό χρυσάφι και Παίονες και θρακιωτάκια και Τούρκοι βαρδαριώτες, και σκλαβάκια και αρβανιτιά και βλαχούτ και όλοι άσχετοι και πσεύτες. Μη μιλήξω για τση βάρβαροι που γιόμοσαν τον τόπο.

Μόνον μια σκηνή να θυμηθείς, τότε που ο ντόπιος Μποΐτσης με την στραβή γλώσσα, καθόταν στη διασταύρωση του βάλτου που έβγαζε στα τσιμεντένια γριβάδια του Ριμπά, και τονε ρωτάει σωφέρης αν πάει καλά για Αλεξάνδρεια. Κι εκείνος απαντά:

«Κατόλου καλά ντεν πας. Τα πας, τα πας, τα πας και τα δεις τάλασσα, Θα μπεις σε καράβι, τα πας τα πας τα πας και όταν ντεις φοινικιές, θα φτάσεις»

«Τι λές ορε αφεντικό» διαμαρτύρεται ο σωφέρης «εδώ λέει Αλεξάνδρεια είκοσι (χιλιόμετρα)»

Και ο Μποΐτσης: «Εντώ είναι το Γκιντά».

Κι όπως γνωμάτευσε πριν ξεψυχήσει «παλιά μας λέγκαν Μπούλγκαροι. Τώρα μας λένε Μακεντόνκι.  Να ντούμε πότε τα μας πούνε Ατηναίοι».