Η ώρα της πειστικής επινόησης
Για να σε γνωρίσω μες στο πλήθος, φόρεσα τραγιάσκα ώς το στήθος
Κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριογούρουνο αντέχει
Μη του το πεις πως πήγες μ άλλον πάλι, μη του το πείς γιατί θα του ‘ρθει ζάλη
Τερέζα, χωρίς το «ρε» θα ήσουν τέζα
Κουλτούρα να φύγουμε
Δώστε τη φούντα στο-λα-ό.
Αδέσποτα αλλά δεσποζόμενα συνθήματα και παρωδίες. Κανένας δεν τα διεκδικεί, ειδικά αυτός που τα επινόησε. Άρα θεωρούνται αποκύημα μιας ανώνυμης διάνοιας που θα έπρεπε να θεωρείται απλώς «αγνώστου πατρός ή γονέα». Κανένας παραγωγός ήχου ή ατάκας δεν είναι ανώνυμος. Ποτέ δεν ήταν. Μπορεί η ατάκα να ακούστηκε άπαξ ή πολλάκις, να ήταν πολιτική ή απολίτικη (κάποιος πρωτοφώναξε το «χασάπη γράμματα») μπορεί να αποσπάστηκε από κείμενο ή αυτοσχεδιασμό επιθεώρησης ή αντίδραση κοινού, αλλά πάντοτε υπήρχε εν τω βάθει ο πρώτος διδάξας. Που παρέμεινε άχρι θανάτου ανώνυμος, αλλά άγνωστος δεν υπήρξε ποτέ εν τη γενέσει της ατάκας.
Σημερινό φαινόμενο, ασφαλώς και δεν είναι. Μερικές παροιμιώδεις εκφράσεις ενίοτε ερευνώνται, τεκμηριωμένα ή ατεκμηρίωτα, και αποκτούν κάποιον γονέα. Τα Ευαγγέλια και ο ύμνος εις την Ελευθερίαν, έχουν τουλάχιστον εκατό «εκφράσεις» που διακινούνται ως γνωμικά ή ως συμπεράσματα καταστάσεων. Προτάσεις από ομιλιες, γραπτά και αντιδράσεις, έγιναν θρυλικά στην διαχρονία, και διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επώνυμης προέλευσης, όπως το «εν τούτω Νίκα» ή το «και όμως κινείται». Απ΄αυτά, ξεμπερδεύουμε με ένα «αποδίδεται εις τον τάδε».
Ένας τεράστιος όγκος προφορικής παράδοσης λέγεται «δημοτικός», αργότερα «ανώνυμη μούσα». Λοιπόν, να καταλήξουμε επιτέλους πως κανένα, μα κανένα έργο λόγου, μουσικής ή ήχου δεν είναι συλλογικό έργο. Κάποιος το είπε ή το μελώδησε πρώτος. Δεν υπάρχει, και μη προς κακοφανισμόν, «λαϊκή μούσα». Ακόμη και οι παραλλαγές καταγραφής του, απαιτούσαν κάποιον ή κάποια που μεταποιούσε ή πρόσθετε μια έκφραση σε ένα αδέσποτο χωρίο, στην προσπάθειά του να το δεσπόσει. Από τα πολυάριθμα τραγούδια ή λογάκια που εμφανίζονται ως διαφορετικές εκδοχές ή ακολουθούν συγγενικά ή πλησιόχωρα μοτίβα, κανένα δεν είναι ανώνυμο. Μήτε πρόκειται να υπάρξει.
Τα ρητά των επτά σοφών της αρχαίας Ελλάδος, τα έπη και οι ύμνοι, ο Ίακχος , οι Μάντισσες και τα Μυστήρια, έχουν αρχικό δημιουργό, όχι αναγκαστικά τον πρώτο διδάξαντα. Η έννοια του «ανήκειν» άλλαξε αρκετές φορές στην γραμματολογία. Οι δημοφιλείς ή στοχαστικοί δημιουργοί, τάχιστα απέκτησαν ομοιοπαθητικές μιμήσεις. Το ίδιο και τα ιδιόλεκτα, αλλά και τα εφευρήματα φαντασιοκόπων ελευθέρας βοσκής, από την αρχαιότητα. Το «πότνια θηρών» κάποιος το γέννησε. Όπως τον φοριαμό, την διμοιρία, το «προελληνικό».
Τυπικό πρόσφατο παράδειγμα «τα Εξάρχεια» που εννοιολογικά παλαντζάρουν ανάμεσα στα «Εξάχρεια» και σε διάφορους όρους καταστολής έως τα ρείθρα της «ατυπικής, πρωτοπόρας κοινωνίας». Η κάπνα ή η κατάποση τζιγεροσαρμά ή ναρκωτικού, αδίκως εμπεριέχει ηθικό υπόβαθρο.
Και βέβαια, η διαχείριση αμάχων σε μια κατάσταση πολιορκίας, δυστυχώς ή ευτυχώς έχει τη ρουτίνα της, τον τρόπο της, την σκαλέτα της. Δεν είναι μόνον οι άμαχοι μια ασπίδα που επινόησε η πρόσφατη τζιχάντ. Οι πρόσφυγες είναι οι μελίγκρες που τις μαστεύουν μυρμήγκια: κυβερνήσεις, ΜΚΟ, δυνάμεις καταστολής, έμποροι και καταλλάκτες. Αναμίξ με φιλανθρώπους κάθε λογής. Η απομάκρυνση προσφύγων δεν ευνοεί την πλευρά που θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση που επέρχεται. Απεναντίας, αναβιώνει την παλαιά «επιχείρηση Αρετή» αν τη θυμάστε που διέσπειρε κάποτε την Τρούμπα σε ανεπίληπτες συνοικίες που αυτοκτόνησαν με το μαχαίρι του Ατζεσιβάνο.
Αμέτρητες είναι οι περιπτώσεις που γειτονιές σε αστικά κέντρα «καθαρίζουν» «μεταμορφώνονται», «γίνονται παράδεισοι». Όσο αφαιρούνται οι «γνωστοί άμαχοι» τόσο η επικείμενη καταστολή θα θεριέψει. Τέτοιες μέρες, αλλά του 1922, στη Σμύρνη «συνωστίζονταν» στην Αποβάθρα της. Το μοτίβο αυτό δεν θα αλλάξει. Ο Στεργιάδης να σωθεί κι ας λιανίσουν τον Χρυσόστομο.
Αλλά δε μπορώ να αγνοήσω την φωτογραφία μιας μάνας με εξωτικό φυζίκ, εκφραστικής, που ατενίζει τον φακό κουβανώντας το παιδάκι της. Ένας τρυφερός κορμοράνος που συνεγείρει. Τις δηλώσεις των πολιτικών, δεν τις καταδέχομαι πια. Δίκη των Έξη δεν πρόκειται να συμβεί πλέον. Τις πλαστές αντιπαλότητες κακώς τις διατυμπανίζουμε.