Σήμερα ξύπνησα με οξύ Γκογκέν. Φαίνεται πως τη νύχτα ονειροβατούσα ιδρωμένη σε ταϊτινά χώματα, ανάμεσα σε στρογγυλές, σκουρόχρωμες οπτασίες, φανταχτερά λουλούδια και ποικιλόχρωμα χράμια. Με το που έτριψα τα μάτια μου να φύγουν οι τσίμπλες, οι κόγχες μου κινήθηκαν προς το ζεστό, το άφωτο, το νωθρό, μακρυά από τις οπτικές υπερβολές του ελληνικού καλοκαιριού. Και έτσι, κάτι θέλησα να γράψω για τον καλλιτέχνη, φόρο τιμής στο ταλέντο του να συμπυκνώνει τόσο απόλυτα και τόσο αβίαστα την ομορφιά σε μερικά τετραγωνικά εκατοστά πανί.
Όλα αυτά μέχρι να καλοανοίξει το μάτι μου, ώσπου να ξυπνήσει μέσα μου η λευκή, προοδευτική, δυτική σκλάβα του πολιτικά ορθού 21ου και να αρχίσει τον εξάψαλμο.
”Ο Γκογκέν ήταν ένα ρεμάλι και μισό. Ήταν πόρνος, έκφυλος, λιγδιάρης. Έδερνε και βίαζε τη γυναίκα του. Το είναι του σάπιζε από την σύφιλη και το αλκοόλ και παρ’ όλα αυτά ταξίδεψε στην Ταϊτή για σεξουαλικό τουρισμό. Όλα τα μεγάλα του έργα είναι προϊόν της έμπνευσης που του έδιναν οι ανομίες της σάρκας και το πιοτό. Όλο το θάμβος που φυλακίζει το βλέμμα μας στους πίνακές του, ανήκει σε κορμιά εφήβων, ακόμα και παιδιών. Η Tehura, η ερωμένη του που είχε την ”τιμή” να γίνει κυρία Γκογκέν, δεν ήταν μεγαλύτερη από 13. Και δεν ήταν η μόνη. Όλη η Πολυνησία πλήρωσε φόρο τιμής στον βωμό της έμπνευσης της καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας. Το θαύμα που αντικρίζεις ποτίστηκε με τη δροσιά πολλών αθώων κοριτσιών. Ο Πολ Γκογκέν ήταν ο πιο διάσημος σεξουαλικός ιμπεριαλιστής.
Κάπως έτσι μνέσκουμε αμήχανες ανάμεσα στη λογική και το θαύμα. Τον άνθρωπο ή τον δημιουργό; Την πολιτεία ή το έργο; Θαυμαστές ή δικαστές; Να αφεθούμε ή να αντισταθούμε; Ιησούν ή Βαραβάν;
Δίλημμα ουδέν. Το καλλιτεχνικό δημιούργημα δεν είναι οικόπεδο στην Λούτσα να ψάχνει για ιδιοκτήτες ή αγοραστές. Το καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι ένα παιδί που δεν το ξεπέταξε άνθρωπος. Το ξεπέταξε ένας τόπος, μια εποχή, η ιστορική στιγμή, η μνήμη, το χαμόγελο ή το ερωτικό κάλεσμα μιας γυναίκας, ακόμα και η παθογένεια μιας αδηφάγας προσωπικότητας, σημείο του καιρού της. Δεν είναι παιδί ενός ανθρώπου και προτιμά να μένει ορφανό. Ή μάλλον να ανήκει στους πάντες ανεξαιρέτως, σε όποιον μπορεί να το αγαπήσει και να το δεχτεί για την ομορφιά και την ασχήμια του, την δύναμη και την αδυναμία του, την συνοχή και την χαλαρότητά του, για την μελαγχολία και το κέφι του, για την λογική και την τρέλα του.
Τα Τραγούδια του Αγώνα δεν ανήκουν στον Μίκη. Το Φορτηγό δεν ανήκει στον Σαββόπουλο. Το Είναι και ο Χρόνος δεν ανήκει στον Χάιντεγκερ. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο δεν ανήκει στον Ρουσσώ. Η Σιωπή δεν ανήκει στον Μπέργκμαν. Ο Μεγάλος Αυνανιστής δεν ανήκει στον Μεγάλο Αυνανιστή. Είναι παιδιά μιας ανθρωπότητας που γέννησε αυτά τα μυαλά, αυτά τα χέρια, αυτά τα αφτιά, αυτά τα μάτια και διαμέσου αυτών τα διοχέτευσε και πάλι στην μεγάλη αγκαλιά της, αψεγάδιαστα, αναπαλλοτρίωτα, άχρονα, άπειρα να μείνουν εκεί στην αιωνιότητα, πολύ μεγαλύτερα από το πεπερασμένο του βιολογικού κύκλου των βροτών.
Αθάνατα παιδιά θνητών, υπενθύμιση της θνητότητάς μας.