«Το ξεδιάλυμα ενός γρίφου είναι η καθαρότερη και στοιχειωδέστερη πράξη του ανθρώπινου νου. Όλα τα προαναφερθέντα θεματικά νήματα βαθμιαία συνενώνονται, τα βλέπουμε να διαπλέκονται ή να συγκλίνουν στις λεπτές αλλά και φυσικές μορφές μιας συνεύρεσης που προκύπτει από την τέχνη ενώ συνάμα αποκαλύπτεται ως διεργασία εξέλιξης προσωπικής μοίρας» ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΟΦ, ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ. Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, Νέα έκδοση, 2013.
Nabokovianum ex Nabokoviano -1
«Στο μεταξύ, κάθε φορά που ο ταχυδρομικός σάκος κατόρθωνε να φτάσει από την Ουκρανία στη Γιάλτα, με περίμενε γράμμα από την Κυνάρα μου³». Ο αριθμητικός δείκτης στην «Κυνάρα» παραπέμπει σε υποσελίδια σημείωση που εισφέρει ο Έλληνας μεταφραστής («Σ.τ.Μ»): «”Cynara” στο πρωτότυπο. Πιθανό λογοπαίγνιο από τον συνδυασμό του επιθέτου cynical και του ονόματος Tamara (κυνική Ταμάρα)». Ο Σεραφείμ Κ. διαβάζει, ξαναδιαβάζει και δεν πιστεύει στα μάτια του. Έχει ανοιγμένη τη δεύτερη, επαυξημένη κατά ένα συγκλονιστικό δέκατο έκτο κεφάλαιο, έκδοση (2013) του «Μίλησε, Μνήμη»—αυτοβιογραφικό χρυσωρυχείο του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, μεταφρασμένο πρότυπα στα ελληνικά από τον Γιώργο Βάρσο. (Το «πρότυπα» ωχριά—πρόκειται για σπάνιο μεταφραστικό επίτευγμα, μια νέα, νεοελληνική ιθαγένεια ενός ήδη γλωσσικά διεθνούς κειμένου: «Επαναγγλοποίηση μιας ρωσικής επανεκδοχής αυτού που ήταν η αγγλική επανιστόρηση αρχικών ρωσικών αναμνήσεων» κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα.) Έχει ανοιγμένη και την πρώτη, του 1997, στον ίδιον εκδότη, από τον ίδιο μεταφραστή, στο ίδιο κεφάλαιο: τη φορά αυτή, όχι υποσελίδια, αλλά στο τέλος του τόμου (πράγμα διόλου πρακτικό για μια έκδοση όπου τρέχουν σταθερά και αντικριστά οι ίδιες πάντα κεφαλίδες «Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ» και «Μίλησε, Μνήμη») επαναλαμβάνεται πανομοιότυπη η ίδια διαπεραστικά παράταιρη σημείωση. Είναι παράταιρη γιατί διαπράττει το πιο αντι-ναμποκοβιανό αμάρτημα: την, έστω και υπό την αίρεση μιας αβεβαιότητας («πιθανό λογοπαίγνιο»), ανέμελη ανατροπή μιας ιστορικής τάξης άμεσων πολιτισμικών συνειρμών που κεντρώνουν την βιωματική αλήθεια, στην κατεξοχήν ναμποκοβιανή μέθοδο έντεχνης μεταμόρφωσης. Από άγνοια είτε από ερευνητική ακηδία σε συνδυασμό με μια μάλλον κοινότοπη εκζήτηση που καταφάσκει στην διακοσμητική επιπολαιότητα μετατρέποντας σε μανιέρα την απαράγραπτη συγγραφική πρωτοτυπία του Ναμπόκοφ: Ο νεαρός Ναμπόκοφ με την οικογένειά του έχουν κάθε λόγο να αποφύγουν την μπολσεβικική θύελλα, έχουν εγκαταλείψει την Πετρόπουλη και τις εξοχές της και έχουν καταφύγει στην Κριμαία. Ο πολυσύνθετος ποιητικά έρωτας του νεαρού έφηβου (ασίγαστο κυνήγι ποιητικών προϋποθέσεων και πραγματώσεων) προς την επίσης νεαρή έφηβη Ταμάρα που βρίσκεται τώρα σε κάποιο μακρινό ουκρανικό χωριουδάκι, τρέφεται αναγκαστικά με την ωδική ποίηση των Επιστολών και όλα έχουν προετοιμαστεί μουσικά για να αντηχήσει η ανταύγεια της «πάγκαλης» Ορατιανής περσόνας, της «Κινάρας» της Τέταρτης Ορατιανής Ωδής (που οι επιφάνειές της συνεχίζονται και στις Ορατιανές Επιστολές: «Πολέμους, Αφροδίτη, πάλι, / που από καιρό σταμάτησες, τους ξαναρχίζεις; Έλεος / ω σ’ ικετεύω, σ’ ικετεύω. / Δεν είμαι πια, όπως τον καιρόν, όταν βασίλισσά μου / ήταν η πάγκαλη Κινάρα./ [Μτφρ Κωνσταντίνος Γρόλλιος]». Και για να πολλαπλασιαστεί ο μουσικός, βιωματικός και συγγραφικός αντίλαλος η Κινάρα του Οράτιου περιτυλίγεται από τον Ναμπόκοφ σαν σε σκοτεινό βέλο (πρώιμη αλλά και παράλληλη, σχεδόν λεπιδοπτερική, κρύψις σε παρατυχόν βομβύκιο, της «Λολίτας») στην παρακμιακή άλω του παιδεραστικής εκτροπής αισθητισμού του Έρνεστ Ντάουσεν (1867-1900). Όπως ο «καταραμένος» ποιητής την εκθρονίζει από την ορατιανή της κλασική απόσταση, με μια ειρωνική και αποκλίνουσα τριγωνική ερωτική σκηνοθεσία, σε ένα από τα γνωστότερα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας, το «Χτες βράδυ, αχ, χτες τη νύχτα αργά, ανάμεσα στα χείλη της…», στην δική του, καταδική του πια «Κινάρα» (ή «Non sum qualis eram bonae sub regno Cynarae», 1891). Άλλο αν το ίδιο, το μουσικότατο, πάντως, ποίημα το πήρε ο άνεμος—κυριολεκτικά: αν ακούγεται πια, πέρα απ’ τους μελετητές της αγγλικής ποίησης, ακούγεται στον τίτλο που εκχώρησε στη μυθιστορηματική αποθέωση (και την αντίστοιχη κινηματογραφική ταινία) του αμερικάνικου Νότου από την Μάργκαρετ Μίτσελ— «Gone with the Wind». Ο Σεραφείμ σημειώνει την αριστοτεχνική υπόμνηση του ρεφρέν της «Κινάρας» του Ντάουσεν—«Την πίστη μου σ ‘εσέ δεν πρόδωσα, Κινάρα» στην καταληκτική αναφορά που ο συγγραφέας του «Μίλησε, Μνήμη» αποδίδει στον νεαρό Ναμπόκοφ: «και με κατηγορούσε [η Κινάρα/Ταμάρα] ότι δεν της απαντούσα, τη στιγμή που, παρά τις τόσες μου προδοσίες, το να της γράψω και να τη σκέφτομαι ήταν το μόνο που έκανα όλους εκείνους τους μήνες».
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ο Σεραφείμ Κ. δεν πρόλαβε να εξοικειωθεί με τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ενθουσιώδεις λύσεις φιλολογικών γρίφων τις οποίες επιδίωκε ακάματα και συστηματικά ανάγονται στην τελευταία κόσμια περίοδο της προ-ηλεκτρονικής φιλολογίας. Έτσι έχασε την ευκαιρία να χαρεί μια απρόσμενη επιφάνεια της (αμετάφραστης έως τώρα στα ελληνικά) «Κινάρας» του Ντάουσεν, στα χωρικά ύδατα του ελληνισμού: στο Αρχείο Καβάφη, προσιτό στην οθόνη του υπολογιστή, απόκειται χειρόγραφο αντίγραφο του ποιήματος από τον Καβάφη, χωρίς χρονολογία, βραχυγραφημένο, και με την βιβλιογραφική αναφορά στην πηγή της αντιγραφής (άρθρο του Άρθουρ Σάιμονς στο τεύχος Ιουνίου 1900 του περιοδικού The Fortnightly Review), σημειωμένη κι αυτή από τον Καβάφη, στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου, κάτω από το ποίημα.