Τίποτε δεν με απωθούσε ως παιδί περισσότερο από τα χτενίσματα της μόδας των γυναικών. Ακόμη και σήμερα, χαζεύοντας μια διαφήμιση που ξεκινάει με μια μοντέλα με αναστατωμένα ή βρεμμένα μαλλιά, απορώ που ο διαφημιστής παινεύει την μεταμόρφωσή της σε ένα καουκιασμένο άτομο, κυριολεκτικά στην τσίτα. Ως πριν πενήντα χρόνια, τις άγγιζες τυχαία ή σκοπίμως και σε αποθάρρυνε η σκληρή, μπαστακωμένη λακ με το επιφανειακό της στουπέτσι, που σείονταν ως μονομπλόκ, διότι ανάμεσα στη ρίζα των τριχώνε της και την κουπ μεσολαβουσε κενό. Α! κι εκείνο το σινιάρισμα σε καθρέφτες, όπου τους βρίσκανε με τον θρηνώδη μονόλογο «τζάμπα το κομμωτήριο» ή το σαιξπηρικό «χάλια είμαι, δε λες καμιά κουβέντα;»
Ποτέ δεν ήσασταν χάλια. Πιθανόν διότι ακούγατε φιληνάδες ή τη μάνα σας ή έναν γιαλαμπούκα συνοδό άψητο, που σας έβλεπε την ώρα της εξόδου και έλεγε ο μαλάκας «θέλεις κομμωτήριο». Δεν θέλατε κομμωτήριο κορίτσια, κυρίες, μωρομάνες και ξαδέρφες τρίτου βαθμού. Δυο χτενισιές με βρεμμένη τσατσάρα για να δείχνετε βρεμμένες, ψιλομουσκεμένες, σόγκισσες και γελαστές. Αυτό θέλατε και όποιος είχε άλλη γνώμη κακώς του μιλούσατε. Κανένας δεν σας αποκάλυπτε πως τα κακοσημαδεμένα χείλη από κραγιόν που δεν στόχευε επακριβώς, μια γραμμή σκούρα ως επέκταση των ματιών που έφτανε από αδεξιότητα ως την Χώρα των Κροτάφων, ήταν η καλύτερη απόδειξη πως γουστάρατε, πως δεν αντέχατε την πλησμονή του «κουρδίστηκες κυρά μου στην πένα στο καντίνι» και πως θέλατε να γελάσετε, παράλληλα με τον τρόπο που επιθυμούσατε να σας φέρονται οι καβαλιέροι.