Συγγραφέας μεταξύ μουσικής και ζωγραφικής, προσχέδιο 2016.
Smells like caviar
08-03-2020

Eννοώ το μπούλινκ που υπέστην παιδί και χάρη στο οποίο πείσμωσα και έμαθα να υπάρχω. Στην αρχή, ήταν όλα γκρίζα και στείρα και απεγνωσμένα. Πριν να μπω στην εφηβεία, διαπίστωσα πως τα άτομα που εφάρμοζαν επάνω μου συστήματα μπούλινγκ, εξελίχτηκαν σε αξιοθρήνητους συμπατριώτες και συμπολίτες που υπέφεραν τρισχειρότερα από μένα, επειδή μπορεί να ήμουν άτσαλος και γελοίος και τρεχαγύρευε, προκαλώντας όχι άδολο χαμόγελο αλλά δημόσιο διασυρμό, αλλά το πεδίο που έπαιζα ήταν απρόσιτο γι αυτούς.

Έμαθα πως δεν είχα αλεξικέραυνο για τα καψόνια, από το περιβάλλον. Από το μειδίαμα υγρής καλωσυνάτης αποδοχής όταν κεκέδιζα υπερβολικά. Όχι μόνον σε παιδιά και συνομηλίκους, αλλ’ ακόμη και σήμερα, σε άγνωστά μου, πλην γενικώς επιδραστικά άτομα. Αυτό το μειδίαμα ήταν πάντα για μένα ασφαλής δείκτης όσο άψητος και γκαγκάου ήταν ο μειδιών απέναντι.

Επίσης δεν ήταν ευχάριστο να ακούς από τον χωματόδρομο της γειτονιάς μου έναν ομαδικό αυτοσχέδιο «ύμνο του κεκέ» με τους στίχους «πανούκλα, χολέρα, με κόλλησες και μένα», παίζοντας ο ανώνυμος στιχουργός με το «Πάνος» και το «πανούκλα» που είναι, ως γνωστόν ο μαύρος θάνατος.

Ανεχόμουνα επίσης κάθε σφαλιάρα, φάπα και  καψούλι στην κεφάλα μου, χωρίς διαμαρτυρίες, αλλά ποτέ στη ζωή μου δεν κάρφωσα άτομο σε κάποιον γι αυτά τα βασανιστήρια. Στο τέλος πήρα μια απόφαση: θα ζούσα σε ένα δικό μου περιθώριο σε τρεις τομείς: στη ζωγραφική, τη μουσική και το γράψιμο.

Πρώτη και Δευτέρα Γυμνασίου, το πιο επίμονο και άσκοπο μάθημα ήταν η «Αντιγραφή». Η καθηγήτρια μας έδινε μερικές γραμμές που έπρεπε να καλύψουμε με δοσμένο κείμενο στο κάτω μέρος και να εικονογραφήσουμε το περιεχόμεο στο άνω μέρος. Σχεδίαζα τόσο γρήγορα και ευχερώς, ώστε πριν μπει η φιλόλογος στην τάξη, από πέντε έως δεκαπέντε συμμαθητές μου έφερναν ανοιχτά τα κείμενά τους και έπρεπε να σχεδιάσω διάφορα θέματα, αλλά με διαφορετική τεχνοτροπία, μη το πάρει χαμπάρι και έχουμε ντράβαλα. Ήταν μια υπόθεση τριών το πολύ λεπτών, δηλαδή είχα 180 δευτερόλεπτα για να σκεφτώ 5-15 εναλλακτικά σκίτσα. Από Δευτέρα σε Σάββατο, αυτό σήμαινε 30 με 90 σκίτσα εβδομαδιαίως με καμιά δεκαριά διαφορετικές τεχνοτροπίες.

Μετά ήταν η μουσική, στην εφηβεία, ήτοι το ραδιόφωνο. Καθώς διάβαζα με το κουτί ανοιχτό, καμιά φορά έχανα τους στίχους. Διατηρούσα λοιπόν τεφτεράκι όπου αναθυμούμενος την μελωδία, έγραφα δικά μου στιχάκια. Αν μουσική ήταν μόνον όργανα τόσο το καλύτερο.

Διαβάζοντας στα ίδια χρόνια λογοτεχνία ή δημοσιογραφικά κείμενα ή Παπανούτσο,  τρόπος του λέγειν, πάθαινα ολική καταληψία. Διάβαζα ταχύτατα τα βιβλία, με τη μέθοδο των επαλλήλων αναγνώσεων, πέντε με δέκα φορές την κάθε σελίδα, κατανοώντας την στη διαδρομή. Όσο κι αν δεν καταλάβαινα ή χανόμουνα από τον συγγραφέα, ακόμη κι αν δεν είχα ιδεί φωτογραφία του, τον φανταζόμουνα οραματικώς. Καταλαβαίνετε τι πάθαινα όταν ένα παιδί μετρούσε τα άστρα. Στα καθαρευουσιάνικα ή δύσπεπτα κείμενα, ονειρευόμουν πως βαριέμαι θανάσιμα, οπότε έβαζα τον Διονύσιον Κόκκινον, τον Σπυρίδωνα Λάμπρον και τον Σπύρον Μελάν, να μου κάνουν οργισμένες διαλέξεις. Επίσης σε βιβλιοκριτικές, ονειροπολούσα πάνω σε τίτλους, όπως το «θέλετε να χορέψομε, Μαρία» ή «η Μόνα παίζει». Χόρευα και έπαιζα όσο κανείς.

Με αυτά και με άλλα, κατέληξα με τα πολλά σε ένα παραγωγικό εσωτερικό σκοτάδι, που διαρρέεται από όνειρα, εφιάλτες, κομμάτια που έχω αποστηθίσει και βάζω άσχετους συγγραφείς, από τον Γεώργιο Ακροπολίτη έως τον Θωμά Γκόρπα, να μιλάνε. Και τον Κηθ Ρίτσαρντς χρησιμοποιώ συχνά, αλλά αυτός μιλάει κόκνι με αραιές σπασμένες ελληνικές λέξεις. Smells like caviar πάντως.