Κάθομαι στον πρωινό ήλιο. Κι όταν βραδιάσει ακόμα θα κάθομαι. Bλέπω τα πλοία να έρχονται κοντά μου. Και μετά τα βλέπω να φεύγουν μακριά μου. Κάθομαι στον μόλο και βλέπω τα νερά να κάνουν τα δικά τους. Μη νομίζεις. Απλά κάθομαι στον μόλο και σκοτώνω το χρόνο μου. Ζούσα κάποτε αλλού. Κι ύστερα ήρθα εδώ. Γιατί δεν είχα τίποτα να με κρατά εκεί. Αλλά ούτε και τίποτα να με τραβά πιο πέρα. Οπότε αυτό θα κάνω. Απλά θα κάθομαι στον μόλο. Και θα βλέπω τα νερά να κάνουν τα δικά τους. Και θα σκοτώνω το χρόνο μου. Δεν πα’ να μου λένε δέκα άνθρωποι τι να κάνω. Και πενήντα. Κι εκατό. Υποθέτω δεν θα αλλάξω. Θα συνεχίσω να κάθομαι εδώ και να ξεκουράζω τα κοκαλάκια μου. Μην με ρωτάς από ποιου είδους κούραση. Κι εγώ δεν ξέρω. Ξέρω ότι ταξίδεψα από πολύ μακριά για να κάνω σπίτι μου αυτό τον μόλο, για να κάνω σπίτι μου αυτή την ενατένιση, για να κάνω σπίτι μου αυτή την σπατάλη, για να κάνω σπίτι μου αυτή την τεμπελιά. Οπότε αυτό θα κάνω. Απλά θα κάθομαι στον μόλο. Και θα βλέπω τα νερά να κάνουν τα δικά τους. Κι αυτό θα το λέω ζωή. Και ζωή θα είναι. Όμορφη. Γαλήνια. Χωρίς σκοτούρες. Χωρίς βάρη. Χωρίς περιπλοκές. Χωρίς κόπο. Χωρίς έργο. Μόνο με βλέμμα. Με βλέμμα γεμάτο θάλασσα. Και πλοία. Κοίτα, το μυαλό μου είναι πεντακάθαρο. Κοίτα, είμαι ευτυχισμένος.