Ο Ναπολέων και η μανάβισσα. Ξυλογραφία περί το 1840, εκ του Εργοστασίου Πελερέν, Εκδότου και Τυπογράφου εν Επινάλ. Ο Ναπολέων επιστρέφει το 1815 από το ερημητήριο της νησίδας της Έλβας στη Γαλλία. Κατά τη λαϊκή υποδοχή απευθύνεται σε μανάβισσα στην οποία υποδεικνύει να ανησυχεί μόνο για τη δουλειά της και να αφήσει σε αυτόν την πολιτική.
Pro captu lectoris
28-05-2020

(Pro captu lectoris habent sua fata libelli. Έχουν κατά τον αναγνώστη τα βιβλία τη μοίρα τους. DE LITTERIS, DE SYLLABIS, De METRIS 1286. TERENTIANUS MAURUS GRAMMATICUS LATINUS floruit sec. saeculo AD.)

 

ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ

 

Περί κρίσεως

Όπως και περί ορέξεως

Ουδείς λόγος.

Είναι τα γραφτά μας

Σαν τα φαγητά μας

Και οι αναγνώστες μας

Σαν τους συνδαιτημόνες.

Είναι τα βιβλία μας

Όπως το κάλλος·

Ό,τι εχθαίρει ο ένας

Το λατρεύει ο άλλος·

Κι η φύση μας

Σε άλλον θα ξινίσει

Κι άλλος θα την ερωτευτεί

Και σε ωραίους ιάμβους

Θα την απαθανατίσει.

                 ***

 

Ένας «ιατρικός εκλαϊκευτής του ποιητικού ελιτισμού»

αποφάνθηκε το φάντασμα του Αντρέα Καραντώνη.

«Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου

Αρκεί να μη μας πάρει από κάτου»

τραγούδησε ο ανανήψας ιρεαλιστής.

 

Του γλιτωμού το χάζι χάζεψε ο κυνικός:

«Χάρη σ’ αυτόν

Γλιτώσαμε 13.685-173= 13.512 θανάτους

Τι κι αν χάσαμε ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας;

Είναι αυτό αρκετό

Για να παρουσιάσουμε συμπτώματα

Ποιητικής μανίας;»

 

«Ποιητής δεν γίνεσαι

Είσαι από την κούνια.

Έκαστος στο είδος του

Και ο Ελύτης στα σαπούνια»,

 

είπε ο καλός.

 

«Ποιητής γίνεσαι

Δεν είσαι από την κούνια.

Έκαστος στο είδος του

Και ο Αλεπουδέλης στα σαπούνια»,

 

αντέτεινε ο κακός.

 

«Έκαστος στο είδος του

Το βαπόρι στον καραβοκύρη

Και ο Τσιόδρας στη ρεμντεσιβίρη»

 

βόγκηξε ο άσχημος

(και πρακτικός).

 

«Ώρα είναι

Να κελαηδήσει ο υφυπουργός

Με κανα-

Κάτω ο ποιητικός λαϊκισμός-

Όπως είπε και ο Μαρωνίτης

Η ποιητική της ηθικής

Και πόσο μάλλον

Η πολιτική της

Επιβάλλει

Ο ποιητής

Να παραμείνει

Παροδίτης, ή και

Τρωγλοδύτης“

Κόψτε τα μπάτζετ

Απ’ την Ποιητική

Δώστε τα στην Ιατρική»,

 

ήταν το ρεφρέν του πιο πεσιμιστή.

 

«Μια πολιτεία

Όπου η πολιτική

Ασκείται

Θεολογικώς [παύση]

Και κυρίως

Μεταφορικώς [μεγαλύτερη παύση]

(Βλέπε και «δουλεία του αλλοτρίου»

Πρωθυπουργικώς) [μικρή παύση]

Η Ιατρική

Επίσης [παυσούλα]

(Βλέπε και Μυστήριον

Της Θείας Κοινωνίας

Γιαμαρέλλου), [πολύ μεγάλη παύση]

Την Ποίηση

Έχει στο κεφάλι της

Κορόνα, [παύση με μεγάλη κορόνα]

Και από τα ρεμπέτικα [παυσίτσα, τσαχπίνα και σουβλερή σαν την καρφίτσα]

Προτιμάει την Αρς Ποέτικα, [ψιθυριστά και μοιρολατρικά, χάμπεντ σούα φάτα λίμπελι]

Ουδόλως έχει να φοβείται

Τον Ιόν.

Ήλθε, την είδε,

Και απήλθε μειδιών.

 

«Το ποίημα

Να είναι

Σαν τον καρπό

Αμίλητο σαν

Ψάρι

Ή σαν το νερό

Ένα δώρο στην άλαλη αφή

Πιο στρογγυλό

Κι από βερίκοκο»

 

«Ποιος το είπε αυτό;

Ξέχασες την παραπομπή»

Είπε ο Παπαγάλος

Μιλώντας στο κενό.

Και συνέχισε:

«Όποιος

Το αίνιγμα

Θα λύσει,

Της Μούσας

Τα εσώρουχα

Θα έχει

Ξεψειρίσει

Και επαξίως

Το ειδικώς θεσπισθέν

Έπαθλο «Τσιόδρα»

Θα αποκομίσει».

 

«Το ιδανικόν θα ήτο

Του πρωθυπουργού

Ο λογογράφος

Να ανταλλάξει ρόλους

Και να γίνει

Του ιατρού

Ο ποιητογράφος

Καθόσον

Ό,τι δεν έχει

Ο ένας

Το έχει

Ο άλλος.

Έτσι,

Ό,τι αναμένει

Ο ακροατής

Από τον ένα,

Θα του το προσφέρει

Ο άλλος

Και βισεβέρσα»,

Είπε με εμβρίθεια

Του Λούις Κάρολ

Το Κουνέλι

Που όλο την ώρα του κοιτάει

Στα λατινικά αριστεύει

Και δεν ξέρει τι θέλει

Αλλά είναι άσος

Και στη διπλωματία

Του Πηγαινέλα

Όπως

Και κάθε

Φιλόπονη

Πριονοκορδέλα.

 

Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΙΣ

 

Από του Πόου

Το σουβλερό

Το Γοτθικό,

Μακάβριο

Πλην

Λυρικό,

Το μετερίζι

Ακούγεται

Ο Κόραξ Νεβερμόρ

Όπου βραχνά

Τσιρίζει

Και

Ως τέλειος

Πτωμάτων ανατόμος

Αλλά και κορακοζώητος

Φιλόλογος

Κειμένων

Καταναλωτής

Σχολαστικός

Κατασπαραχτής

Και λογοτόμος

[Παρενθετικώς

Και του συμβολισμού

υποστηρικτικώς:

«Ουδείς γραμματικός πτηνόν·

Τις Κόραξ πτηνόν,

Άρα τις Κόραξ ουκ έστι γραμματικός»]

Του ιατρού Τσιόδρα

Τον αποχαιρετιστήριον

Ποιητικόν ελυτικόν λυγμόν

Με οβελόν εσούβλισε

Οβέλισε

Απεσκοράκισε

Και ως νόθον

Κατήγγειλε και

Εξοβέλισε.

Είναι λέει

Τέκνον Ελύτου

Καθόσον φέρει

Το στίγμα

Λυρισμού αλήτου

Αλλά αγνώστου

Μητρός και μυστηρίου αλύτου.

Και δεδομένου

Πως

Δεν εφθάσαμεν ακόμη

Εις το σημείον αυτό

Της τρόπον τινά

Μη υποβοηθουμένης αρρενογενέσεως

Και ποιητικώς

Της αμούσου

Παρθενογενέσεως,

Η στέρησις μητρός

Όπως και της Λογικής

Γίνεται αιτία

Τερατογενέσεως

Και λοιμικής

Και αγονίας

Και εντέλει αγωνίας Σεφερικής

Και βράσε όρυζα.

Γίνεται τουρισμός

Που αποτελεί μεν δια την Λέσβον

Κύριον εισόδημα

Αλλά

Ποιητικώς

Ασθένεια

Πολύ βαρύτερη

Από το κοινόν

Κρυολόγημα

ΓΙΝΕΤΑΙ αντί υιός επικίνδυνος και επιδημικός ΙΟΣ-

Και όπερ έδει δείξαι».

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Τώρα που το όλον

Ολοκληρώθηκε

Αφηγηματικώς,

Τι απομένει;

Πώς!

Ο Πλάτων κι ο μαθητής του Αριστοτέλης,

Ο Κικέρων, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος,

Μα και ο Βολταίρος,

Όλοι της εξειδικεύσεως

Διαχρονικώς πιστοί ορκισμένοι.

Και όλοι επιμένουν

Στην ιστορία

Με τον τσαγκάρη

Και το παπούτσι:

«Τσαγκάρη στο σαντάλι σου

Κι άσε τα παραπέρα·

Έκαστος εις το είδος του

Και τα άλλα είναι λόγια του αέρα».

 

Αν ήθελε ο κυρ Τσιόδρας

Ποιητικώς να μας αποχαιρετίσει

Με λόγια δικά του

Έπρεπε να το επιχειρήσει

Ή, γιατί όχι, την αφεντιά μου

Ή κάποιον άλλον

Βαρεμένον με τα ποιητικά

Να πάει να ρωτήσει.

Γιατί όχι, ας πούμε, τον Νάσο Βαγενά;

 

Εγώ πάντως

Θα του πρότεινα

Κάποιον σαν τον Τεντ Ντόρρος

Που σκαρφάλωσε

Κι έδωσε ύστερα βουτιά

Από της κορυφαίας Ποιήσεως το όρος·

Λέει ας πούμε στην προσφυώς επιγραφομένη

«Στου γλιτωμού το χάζι» συλλογή:

 

Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού
σε ξένες θετικότητες
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ΄την υγεία ως την αρρώστια.

Πιο άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.

Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.

Δεν είν’ αυτά που θα’ λεγα
ούτε και κείνα που τα φέραν.

 

Αφήνοντας σπαρακτικά

Και, γιατί όχι, ευθέως απογοητευτικά,

Τη λύση της ποιητικής αρμονίας

Εκκρεμή

Σαν άπραγο χέρι νεκρού

Που έξω απ’ το φέρετρο

Κάτι περιμένει

Μια αφηρημένη κίνηση ζωής—,

Προβάλλει και

Εκκρεμεί.

ΟΚ, δεν μοιάζει με βαυκάλημα

Αλλά θεέ

Με φόντο

Τις εκατόμβες των ανώνυμων νεκρών

Τι διάολο

Να κάνουμε εμείς οι ακροατές

Με το ψευδεπίγραφο

του Ελύτη δήθεν

Λυρικό νεροκουβάλημα;

ΟΚ δεν πέθαναν μέχρι στιγμής

Χιλιάδες δεκατρείς

Αλλά μια εκατοντάδα, εβδομήντα δεκάδες

Και μονάδες τρεις.

Ανάμεσα στο θάνατο το φριχτό

Και τον μοναχικό

Τον σπαρακτικό

Όλων αυτών

Και σε μένα

Άθλιο θεατή

Αδύναμο, αυτοαποκλεισμένο,

Οικτρά περιορισμένο και περιδεή

Δεν ανέχομαι κανέναν

Ποιητή.

Και κανέναν άλλον

Μαλάκα εξωραϊστή.

Μια στήλη μονάχα θέλω

Όρθια και ψηλή

Στον ουρανό να φτάνει

Και να χάνεται

Σαν τα ψηλά

Τα πέτρινα γυμνά βουνά

Με τα ονόματά τους

Επάνω χαραγμένα

Και μια φωνή

Χωρίς κανένα χρώμα

Κι αναστεναγμό

Και χωρίς καμιά

Συνοδεία μουσική

Να τα διαβάζει

Αδιάκοπα

Αργά και καθαρά

Απ’ το ξημέρωμα

Μέχρι να πέσει

Το σκοτάδι

Και Πάλι

Απ’ την αρχή.

Πηγές:

https://www.ethnos.gr/ellada/107573_sotiristsiodrassygkinitikoantiokaiiepistrofistoysastheneistoy 

https://www.ellinikahoaxes.gr/2019/01/09/elitis_aplotita/
https://www.hartismag.gr/…/plastoselythsstodiadiktyo