Αν ξέρω πέντε πράγματα για το ελληνικό τραγούδι, τα τρία τα έμαθα από τον Τάσο Φαληρέα. Όποτε του έλεγε κάποιος ότι ένας μουσικός ήταν σημαντικός, η απάντησή του ήταν στερεότυπη: «Πες μου δύο τραγούδια του που ξέρεις». Όποιος δεν περνούσε τη δοκιμασία των δύο τραγουδιών, κοβόταν με συνοπτικές διαδικασίες. Αν περνούσε, άρχιζε η φάση της αξιολόγησης.
Όταν είπα στον Τάσο πόσο σημαντικό θεωρούσα τον Τζίμη Πανούση, αυτός χαμογέλασε με ελαφρά δυσφορία και συγκατάβαση, και περίμενε να ακούσει τα δύο τραγούδια. «Ένα τραγούδι για το χειμώνα», «Γιαγιά-Πατίνι». Η δυσφορία εξανεμίστηκε, συμφώνησε, και πρόσθεσε κι άλλα δύο τραγούδια που θεωρούσε αυτός σημαντικά. Συνεννοηθήκαμε.
Τώρα πια μπορώ να το πω και δημόσια: ο Πανούσης της δεκαετίας 1980-1990 ήταν με διαφορά ο πιο σημαντικός και επιδραστικός Έλληνας μουσικός της εποχής του. Η στάση ζωής και οι στίχοι του δεν είχαν προηγούμενο στην εγχώρια μουσική, και η μουσική του, ακόμα και ως παρωδία, φανέρωνε βαθειά γνώση και αγάπη για την τέχνη και τον άνθρωπο. Ήταν ο μόνος που έκανε τόσο οξεία και αιχμηρή κοινωνική κριτική (αλλά και αυτοκριτική) μέσα από τα τραγούδια του, και την έκανε με τους όρους που έπρεπε, και τη στιγμή που έπρεπε.
Με τον Τζιμάκο (και τον Τάσο) συνεργαστήκαμε για κάποια χρόνια στον Top FM ― μετά τον έβλεπα ή στα κλαμπ που έπαιζε ή στο πλοίο για την Πάρο, μετά τον έχασα. Στον Top FM, ο Πανούσης είχε την εβδομαδιαία εκπομή «Δούρειος Ήχος», και φυσικά παρακολουθούσε και τις υπόλοιπες εκπομπές του σταθμού.
Για την Ιστορία, στον Top FM ο Αντώνης Ανδρικάκης καλούσε διάφορους τραγουδιστές στην εκπομπή του στο στούντιο κι έκανε ζωντανές συνεντεύξεις. Κάποτε ήρθε και ο Στράτος Διονυσίου. Η εκπομπή κύλισε ομαλά, ώσπου ο Ανδρικάκης άρχισε να βγάζει τηλεφωνήματα ακροατών στον αέρα. Μια ακροάτρια διαφώνησε με αυτό που είχε πει ο Ανδρικάκης, ότι ο Διονυσίου εκφράζει όλους τους Έλληνες, και είπε ότι εκφράζει μόνο την κυρία Μαρίνα Βλαχάκη, φίλη και συνεργάτιδα του τραγουδιστή. Ο Ανδρικάκης προσπάθησε να το προσπεράσει, αλλά ο Διονυσίου είχε άλλη άποψη. «Για παρντόν, μαντάμ» είπε, και άρχισε μια αντιπαράθεση στον αέρα. Ο Ανδρικάκης έκανε απεγνωσμένα νοήματα στον ηχολήπτη να κόψει τη σύνδεση και να περάσει σε τραγούδι, όπερ και εγένετο. Ο Διονυσίου, νομίζοντας όπως όλοι μας ότι με τη λήξη της σύνδεσης είχαν κλείσει τα μικρόφωνα, είπε ένα ευκρινές και μεγαλοπρεπέστατο «σκατοκαριόλα». Όλοι γυρίσαμε και κοιτάξαμε το κόκκινο φως, και παγώσαμε, γιατί ήταν ακόμα αναμμένο: το μικρόφωνο του στούντιο δεν είχε κλείσει, και η λέξη βγήκε στον αέρα.
Τη «σκατοκαριόλα» του Διονυσίου την είχε πάρει από το αρχείο ο ηχολήπτης Δημήτρης Καμαρινόπουλος, που έκανε συλλογή από εκλεκτές φράσεις και λέξεις, ίσως να υπάρχει κάπου αυτή ακόμα. Την είχε πάρει και ο ηχολήπτης (και πρώην μπασίστας του Τζιμάκου) Γιώργος Καραγιαννίδης και την είχε περάσει ως sample στο Fairlight του σταθμού, ίσως να υπάρχει κάπου αυτό ακόμα. Και την πήρε και ο Τζιμάκος και με αυτήν τελείωσε το «Γυφτάκι», που ήταν ουσιαστικά το τελευταίο μεγάλο τραγούδι του. Κι αυτό έχει επιζήσει του δημιουργού του, και θα υπάρχει όσο ακούγονται ελληνικά τραγούδια.