Σχολή Μωραΐτη, Ιούνιος 1976. Πρώτη σειρά: Β. Κρεμμυδάς, Ν. Μάργαρη, Τ. Λιγνάδης, Α. Μωραΐτης, Κ. Μανιαδάκης, Σ. Μαραγκουδάκη, Κ. Γεωργουσόπουλος
Ακούω ιστορίες
09-02-2021

Υπήρξα μαθητής του φιλόλογου Τάσου Λιγνάδη (1926-1989) στις δύο τελευταίες τάξεις του εξαταξίου Γυμνασίου της Σχολής Μωραΐτη. Σε αυτόν χρωστώ πολλά, μεταξύ των οποίων την αγάπη μου για τα αρχαία ελληνικά κείμενα (είχε φροντίσει προηγουμένως η Ναυσικά Μάργαρη να μάθω τα βασικά της γλώσσας), και την εισαγωγή μου στους νεοέλληνες υπερρεαλιστές.

Τον Λιγνάδη τον είχα γνωρίσει νωρίτερα ως Γυμνασιάρχη και πρόεδρο του Πειθαρχικού του σχολείου. Περιφερόταν στην αυλή βλοσυρός και αμίλητος, όπως απαιτούσε ο ρόλος του ― ή όπως τον ερμήνευε αυτός εν μέσω δικτατορίας.

Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο γραφείο του το 1972, με άσχετη αφορμή: όλοι οι γυμνασιόπαιδες μαζευόμασταν στο θέατρο του σχολείου για μια ώρα κάθε εβδομάδα πριν το σχόλασμα και ο καθηγητής της μουσικής μας έβαζε να ακούσουμε κάποιο μουσικό έργο. Επειδή οι παρουσιάσεις ήσαν μάλλον βαρετές, το σχολείο άνοιξε τις μουσικές επιλογές και στους μαθητές, που μπορούσαν να προτείνουν ένα κομμάτι επιλογής τους. Εγώ έσπευσα περιχαρής να προτείνω το οκτάλεπτο «Halo of Flies» από το Killer του Alice Cooper, που το είχα ακούσει κεχηνώς στο ραδιόφωνο και το είχα αγοράσει σε δίσκο με το χαρτζιλίκι μου. Ήμουν 13 χρονών.

Το «Halo of Flies» εγκρίθηκε από τον καθηγητή, ακούστηκε στο θέατρο του σχολείου και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους συμμαθητές μου. (Ακολούθησε ένα κομμάτι επιλογής του καθηγητή, του οποίου το όνομα σκοπίμως δεν αναφέρω για να μην τον διασύρω που έβαλε τον Μότσαρτ να διαδεχτεί τον Alice Cooper.) Την επομένη το πρωί, μετά την προσευχή, ο Λιγνάδης πήρε το μικρόφωνο και ζήτησε να παρουσιαστεί στο γραφείο του ο μαθητής που είχε διαλέξει τη μουσική χθες. Πάγωσα.

Στο γραφείο του, ο Λιγνάδης για πρώτη φορά εγκατέλειψε το βλοσυρό ύφος του περιφερόμενου γυμνασιάρχη και μου ζήτησε, αν δεν είχα αντίρρηση, να δανειστεί το δίσκο για να χρησιμοποιήσει το κομμάτι ως μουσική εισαγωγή σε ένα θεατρικό έργο που ετοίμαζε να ανεβάσει με μεγαλύτερους μαθητές. Ανακουφίστηκα. Δεν είχα φυσικά αντίρρηση.

Το 1974 ο Λιγνάδης ανέλαβε φιλόλογος στο πρώτο τμήμα της πέμπτης τάξης, όπου φοιτούσα, και άρχισε η σχέση δάσκαλου και μαθητή στα Αρχαία και στα Νέα Ελληνικά. Στα Αρχαία, πρόσεξα μετά από λίγο καιρό ότι συμβουλευόταν συχνά ένα βιβλίο, και μια φορά που βγήκε εκτάκτως από την αίθουσα βρήκα την ευκαιρία να δω ποιο ήταν: η έκδοση της Αντιγόνης μετά σχολίων από τον Γεώργιο Μιστριώτη, Εν Αθήναις 1891. Πήγα στο βιβλιοπωλείο «Ενδοχώρα» στη Σόλωνος και το ζήτησα χωρίς μεγάλες προσδοκίες, και μετά από πέντε λεπτά εμφανίστηκε χαμογελαστός ο Μάνος Μοσχονάς κρατώντας ένα αντίτυπο, χαρούμενος που μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, και μάλιστα το γιο του Γ.Π. Σαββίδη.

Διατρέχοντας το βιβλίο, διαπίστωσα ότι τα περισσότερα φιλολογικά σχόλια που έκανε στην τάξη ο Λιγνάδης ήταν δανεισμένα από τον Μιστριώτη. Αυτό μου έδωσε ένα πλεονέκτημα, αφού ήξερα πάνω-κάτω τι επρόκειτο να μας πει κι έτσι μπορούσα να προετοιμαστώ ανάλογα ― χωρίς να το παρακάνω και φανερώσω ότι χρησιμοποιούσαμε την ίδια φυλλάδα. Οι μετοχές μου ως εκκολαπτομένου φιλολόγου δεύτερης γενιάς ανέβηκαν κατακόρυφα στην τάξη.

Στα Νέα Ελληνικά, ο Λιγνάδης ήταν κάπως μαζεμένος, ιδίως όταν μιλούσε για τον Ελύτη. (Είχε εκδώσει το 1971 ένα βιβλίο για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, το ποίημα που είχε συστήσει ο πατέρας μου στο Πανελλήνιο μέσα από τις σελίδες του Ταχυδρόμου το 1960.) Mας δίδασκε και κείμενα εκτός του εγκεκριμένου αναγνωστικού (σίγουρα με τη σύμφωνη γνώμη του Αντώνη Μωραΐτη), συχνά με θεατρικό και παιγνιώδη τρόπο, με πρώτο και καλύτερο τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου. Εγώ ενθουσιάστηκα από το ποίημα, και μίλησα ενθέρμως στον πατέρα μου γι’ αυτό και για τον ποιητή. Ο πατέρας μου χαμογέλασε. Ο ενθουσιασμός μου επεκτάθηκε και στον Λιγνάδη, ο οποίος ήταν επιλογή του Μωραΐτη, που υπήρξε δάσκαλος του πατέρα μου, άρα ―

Ο πατέρας μου με άκουσε προσεκτικά, με κοίταξε ήρεμα, και μου είπε λίγα λόγια που περιείχαν τις λέξεις «ιστορίες», «Κατοχή» και «ήθος». Τότε θεωρούσα ότι αυτά τα πράγματα ήταν από ακατανόητα έως ανούσια. Χρόνια μετά, όταν ζητούσα πληροφορίες για κάποιον άλλον άνθρωπο σε άλλο περιβάλλον, άκουσα τη φράση “I hear stories”, χωρίς τελεία και χωρίς συνέχεια, και κατάλαβα τι είδους προειδοποίηση ήταν αυτή.

Στην τάξη είχα αναλάβει ένα ρόλο ελεγκτή της εξουσίας μαζί με τον Βασίλη Πασχάλη και τον Αλέξη Χατζηαλεξίου: και οι τρεις φτιάχναμε σατιρικά σκιτσάκια ή γελοιογραφίες, σχολιάζοντας τη σχολική επικαιρότητα. Οι δύο συμμαθητές ήταν σαφώς πιο ταλαντούχοι, εγώ αντέγραφα το στυλ του Μποστ. και το αγαπημένο μου θύμα ήταν, φυσικά, ο φιλόλογός μας. Τα σκίτσα μας τα ανεβάζαμε καθημερινά στον πίνακα ανακοινώσεων της τάξης, και συχνά βλέπαμε τους καθηγητές μας να έρχονται για να δουν τα σχόλιά μας αναρτημένα και να γελάσουν. Ποτέ δεν είχαμε παράπονα από τους σατιριζόμενους. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσαμε να περιοριστούν κάποιες αυθαιρεσίες, ίσως και όχι.

Όλα κύλησαν ομαλά ώσπου ήρθε η στιγμή να παρελάσει η τάξη μας στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Εγώ από μικρός ήμουν αντίθετος με τις μαθητικές παρελάσεις, δεν ήθελα να συμμετάσχω, δεν έβλεπα κανένα λόγο και νόημα, και φρόντισα να πάρω απαλλακτικό χαρτί γιατρού, λόγω πραγματικού προβλήματος που είχα στο πόδι. Την επομένη της παρέλασης με κάλεσε στο γραφείο του ο Λιγνάδης και ως πρόεδρος το Πειθαρχικού και μου ανακοίνωσε ότι δεν δέχεται το απαλλακτικό και μου επιβάλλει ποινή αποβολής μίας ημέρας και μείωση της διαγωγής.

Γύρισα στο σπίτι έξαλλος με την κατάχρηση εξουσίας. Ο πατέρας μου, αφού τον ενημέρωσα σχετικά, με ρώτησε αν ήθελα να παρέμβει. Του είπα όχι ευχαριστώ, δεν ήθελα, το ζήτημα ήταν ανάμεσα στον Λιγνάδη και σε εμένα. Πέρασα την αποβολή μου στη βιβλιοθήκη του σχολείου διαβάζοντας και αστεϊζόμενος με τη γλυκύτατη βιβλιοθηκάριό μας, τη Μαρία Αναγνωστοπούλου. Κι από εκείνη την ημέρα ο έλεγχος στον Λιγνάδη έγινε καθημερινός και εντατικός. Ήμασταν σε διαρκή αντιπαράθεση.

Η κόντρα μας κράτησε κάμποσο καιρό έως ότου ο Λιγνάδης επέβαλε μια άδικη και αυθαίρετη τιμωρία σε ολόκληρη την τάξη. Οι υπόλοιποι άνοιξαν τα τετράδιά τους για να τη γράψουν, αν θυμάμαι καλά, κι απέμεινα μόνος εγώ να κοιτάζω αυστηρά τον καθηγητή μου, που με κοίταζε επίσης. Κοιταζόμασταν ώρα πολλή, ώσπου ο Λιγνάδης δεν άντεξε και είπε «Κάτω τα μάτια!» Εγώ σήκωσα το ένα φρύδι, χαμογέλασα, και χαμήλωσα τα μάτια. “Άμα φθάσει στο σημείο ο καθηγητής να σε διατάξει να κατεβάσεις τα μάτια, έχει χάσει το παιχνίδι”, σχολίασε ο πατέρας μου. Και ήταν αλήθεια. Είχα κερδίσει, και ο Λιγνάδης το ήξερε. Η κόντρα είχε λήξει, και μετά αποφοίτησα. (Στην αποφοίτηση, ο Λιγνάδης μου χάρισε το βιβλίο του Η Επανάστασις των Αγγέλων: Συμβολή εις το Πρόβλημα της Εγκληματικότητος των Ανηλίκων.)

Τον ξαναείδα μετά από έξι χρόνια, το 1982. Είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο στην Αμερική, είχα γίνει φιλόλογος με πτυχίο, και η πτυχιακή μου εργασία ήταν στον Όμηρο και τα δημοτικά τραγούδια. Θεώρησα σωστό και δίκαιο να του την αφιερώσω, αφού αυτός ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε να αγαπάω τα κλασικά κείμενα. Τον αναζήτησα για να του δώσω ένα αντίγραφο της εργασίας, και βρεθήκαμε στην Κηφισιά, στο «Βάρσο» ― δεν ήξερα πολλά για τη ζωή του εκτός του ότι είχε αλλάξει σχολείο, έγραφε θεατρικές κριτικές κι επιφυλλίδες, μου είπε ότι είχε περάσει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν ήταν ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος, πάντως συγκινήθηκε και με ευχαρίστησε. Δεν τον ξαναείδα.

Τα γράφω αυτά γιατί πλησιάζω την ηλικία που είχε ο Λιγνάδης όταν πέθανε. Τα γράφω γιατί είδα μια φωτογραφία του στο διαδίκτυο που μου είναι εντελώς ξένη ― είναι ο Λιγνάδης, ασφαλώς, αλλά αυτός ο κύριος με το σταυρουδάκι και το πουκάμισο φίρμας “Bien” στην καλλιτεχνική φωτογραφία του συνοικιακού φωτό “Elite” δεν είναι ο καθηγητής μου.

Τα γράφω γιατί χθες διάβασα μια σχετικά πρόσφατη απερίγραπτη συνέντευξη του γιου του Δημήτρη, όπου μεταξύ άλλων λέει πως “Ο πατέρας μου γάμησε τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα.” Διάβασα κι άλλες συνεντεύξεις του γιου που μιλάει για τον πατέρα Λιγνάδη, και προσπαθώ να ταιριάξω αυτά τα στοιχεία με όσα θυμάμαι: τα βιβλία του, τα κείμενά του (με τις ρητορικές εξάρσεις που έκαναν οι διανοούμενοι της μεταπολίτευσης), το ψαράδικο κασκέτο (παρόμοιο διανοουμενίστικο φετίχ πέριξ της οδού Σόλωνος και της Πατησίων), την εμμονή του με το δανεισμό ως αιτία καταστροφής του νεοελληνικού κράτους, την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, τα μαθήματά του.

Ο Τάσος Λιγνάδης είχε έναν καλύτερο εαυτό για να δώσει ως καθηγητής και τον έδωσε, και ήμουν τυχερός που τον συνάντησα τότε. Αλλά πλέον αμφιβάλλω αν τον γνώρισα ποτέ.