Περιπολικά με σειρήνες στο on, ζητάδες με τις ορμόνες στο on, ασθενοφόρα με σειρήνες στο on, μωρά με κλάμα στο on, σκυλιά με γαβγίσματα στο on, άσφαλτος στο off, ρημαγμένη εντελώς, πατάς φρένο στις σκέψεις σου πριν σε καταπιεί η λακκούβα, τα μισά φώτα στο δρόμο σβηστά, τα άλλα κάνουν σήματα μορς μέχρι να πουν «τετέλεσται» κι αυτά, τα απομεινάρια ενός σπασμένου καθρέφτη μπάνιου πλάι στον κάδο, μαζί με ένα ζευγάρι παλιά Reebok pump νούμερο 41, δυο παζλ με τρενάκια και ένα σακατεμένο παιδικό τηλέφωνο μέσα σε μια σακούλα απ΄τα τζάμπο. Κάποτε τρεις γωνίες παρακάτω είχε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, τώρα ρημάδι κι αυτός, τα μωρά μεγάλωσαν και μπορούν να παίζουν πια με τη φωτιά ξηλώνοντας καλώδια και σπάζοντας τζάμια, αφού πρώτα γράψαν στο ντουβάρι του διόροφου πίσω «γαμιέται ο Γκράχαμ Μπελ». Τον Οκτώβρη το φως φεύγει γρήγορα, φουρφουράκια ζουν στο στομάχι σου, μια σαύρα κάνει βόλτες πάνω στ΄ αρχίδια σου κι ανατριχιάζεις, μερικές μέρες έρχονται και εξαφανίζονται πιο γρήγορα κι από τρία ευρώ στην τσέπη, βρέχει χωρίς σταματημό απ΄τη Δευτέρα μέχρι την Τετάρτη και νερώνει τη μπίρα στο πεζούλι δίπλα σου, στις ειδήσεις είπαν ότι οι άνεργοι φτάσαν ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες αλλά εσένα σε νοιάζει ο μπαμπάς σου, ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες ένας από χτες, δεν θες να γυρίσεις στο σπίτι κι ας είσαι μουσκίδι, κι ας τρως τη βροχή με το πηρούνι, καλοριφέρ έχει ν’ ανάψει από πρόπερσι και το κλιματιστικό παίρνει μπρος μόνο την ώρα του μπάνιου και μισή ώρα το πρωί, μέχρι να ντυθεί και να φύγει η μικρή στο σχολείο, δεν είσαι σίγουρος αν οι λεκέδες στο ταβάνι είναι υγρασία ή τα μυαλά σου που θέλαν να πάρουν δρόμο και λοξοδρόμησαν, τα ηλίθια. Τον Ιούλιο ξύπναγες απ΄τις έξη, την ώρα που η τυχερή η μάνα σου έφευγε για το τετράωρο -αλλά δεν γύρναγε ποτέ πριν τις μιάμιση, δυο το μεσημέρι-, έκανες ότι κοιμάσαι για να μην αρχίσει την κουβέντα, μόλις άκουγες πόρτα να κλείνει έφτιαχνες καφέ, έβγαινες στο μπαλκόνι, άναβες τσιγάρο, η πόλη μύριζε ήδη μπαγιάτικη ανθρωπίλα ανάκατη με τα βουνά από σκουπίδια μέσα και έξω απ΄τους κάδους, η γειτόνισσα έβαζε την κασέτα με τα τροπάρια, άνοιγες το κινητό ψάχνοντας sms, κανένα, λυσσάς να βρεις κάποιον για να φύγετε μαζί, κάπου, όπου, καλοκαίρι είναι γαμώτο, αλλά με τριάντα ευρώ δεν πας ούτε μια γωνιά παρακάτω. Ίσως θα μπορούσες να πας μέσα της, στην αγκαλιά, στο λαιμό, στα μαλλιά, στη μυρωδιά της, στα μπούτια της, αν υπήρχε, δεν υπάρχει, μαλώσατε με το τελευταίο τσιγάρο δέκα μέρες πριν, έφυγε, θυμάσαι από ποια γωνιά στην άσφαλτο πέρασε απέναντι, ποιο πεζοδρόμιο πάτησε, τι ήθελες να φωνάξεις και λέξη δεν βγήκε, δε γαμιέται, θα πας στο πάρκο σήμερα παρέα με μια μπίρα απ΄το ψυγείο, θα βλέπεις την μισοάδεια -μουχλιασμένη σχεδόν- γούρνα, παιδάκια έτοιμα να σπάσουν τα κεφάλια τους στις κούνιες, ένα ζευγάρι που θαρρείς ξημερώθηκε εκεί, θα ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο -να ΄ναι καλά ο περιπτεράς με τα χύμα ρώσικα- και θα ορκιστείς ότι μια μέρα θα εξαφανιστείς, μακριά από όλη αυτή τη μαλακία, απ’ τα ξεχειλωμένα τετράωρα και τη φλεβίτιδα της μάνας σου, απ’ το τρύπιο βλέμμα του μπαμπά σου, απ’ τους απλήρωτους λογαριασμούς που στρογγυλοκάθησαν στο σπίτι και θέλουν να σας πετάξουν σαν χαλασμένα έπιπλα έξω απ’ αυτό. Θα εξαφανιστείς. Αφού πρώτα γράψεις σε κάθε γωνιά της πόλης «χάρισμά σας τόση ευτυχία μαλάκες, μη τη μοιράζεστε μαζί μου», θα μπεις σ’ ένα λεωφορείο, σ’ ένα τρένο, σ’ ένα κάτι και θα πας να τη βρεις. Ό,τι όνομα κι αν έχει.
(blame it on Paul Weller, δικά του τα στιχάκια και οι λέξεις όλες, that’s fuckin’ entertainment ! )
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]