Τη Λιοσίων την έχω συνδυάσει με την επιστροφή μου στην πόλη. Είναι ο πρώτος δρόμος που συναντάω βγαίνοντας απο το ΚΤΕΛ. Γνωρίζω καλά την μυρωδιά της: συνεργεία, βουλκανιζατέρ, ξυλουργεία. Τις μέρες με ζέστη και υγρασία αντί για χώμα, μυρίζει ο τόπος γράσο και λάστιχα. Ο ουρανός έχει πάντα αυτή την κιτρινίλα λες και καθρεφτίζονται πάνω του τα τόσα παρκαρισμένα ταξί προς πώληση. Αν είσαι τυχερός και βγάλει λίγο αέρα, γεμίζει ο τόπος πριονίδια από τις αυλές των εργοστασίων, που αιωρούνται και κάνουν το εφέ του κόκκου σαν τις παλιές φωτογραφίες.
Τα μάτια σου τα βλέπουν όλα αλλιώς. Ακούραστα κορίτσια και αγόρια, φορτωμένα με σακίδια πλάτης, σέρνουν βαλίτσες. Γελάνε, μιλάνε δυνατά, αλλάζουν φιλιά αγκαλιασμένοι σα να βρίσκονται στα ασβεστωμένα σοκάκια των Σποράδων. Δίπλα, στην καυτή άσφαλτο, πάντα υπάρχει ένα ρυάκι με βρωμόνερα και γόπες τσιγάρων, που καταλήγει στον υπόνομο. Ο ήχος του νερού που κυλάει κάτω από τα πόδια σου, σε συνδυασμό με αυτόν που κάνει ο αέρας στα φύλλα απο τις νερατζιές, επιβεβαιώνουν την έκφραση, “εσύ θα φύγεις από το χωριό, το χωριό δεν θα φύγει ποτέ από μέσα σου”. Αυτό το βλέπεις και μπροστά στα μάτια σου δηλαδή. Απέναντι στην στάση του λεωφορείου, ένας μπάρμπας με κιτρινισμένο μουστάκι και γκλίτσα κρατάει ένα τεράστιο χαρτόκουτο με κάτι ζωντανό μέσα. Και τα πρεζόνια έχουν τη θέση τους και τον μοναδικό τρόπο να σε πείσουν να τους δώσεις ένα ευρώ. Τα κουστούμια περπατάνε νευρικά και βρίζουν όταν πέσει λάσπη στην τσάκιση. Κοιτάζουν το ρολόι. Περιμένουν συνήθως τη γραμμή για αεροδρόμιο. Τα τακούνια δεν στέκονται λεπτό. “Ταξί! Ταξί!” Oι πιτσιρίκες προσφέρουν θέαμα τουρλωμένες πάνω σε μηχανές.
Αυτοί, και όλοι οι υπόλοιποι, άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, ο τύπος με το ξύλινο κοντάρι και τα σφηνωμένα λαχεία, το πρεζόνι που δίπλωσε στα δύο σαν πορτοφόλι, οι εργάτες που γυρίζουν στα σπίτια τους, απλά υπάρχουν στη Λιοσίων σαν χρωματιστές πιτσιλιές σε πίνακα του Πόλοκ. Μια πρώτη εικόνα για όσα θα δεις στη συνέχεια στη γκαλερί.