Per fas et nefas
18-02-2021

Όταν ο Πολιτάρχης με κάλεσε για να μου ανακοινώσει πως η εξοχότητά του ο Μάγιστρος Βασδραβές με είχε συμπεριλάβει στην αποστολή προς τη Ρώμη, έσφιξα με τόση δύναμη τα δόντια μου, ώστε ράγισα έναν γομφίο.

Ήμουν στην ομάδα των διερμηνέων. Υπεύθυνος να ψιθυρίζω στον Μάγιστρο τις μασημένες συμβουλές που θα άκουγα να λένε ο μαγιόρδομος και ο σιλεντάριος του αυτοκράτορα Ρωμύλου, ώστε να κανονίζει τις απαντήσεις του βάσει στοιχείων και μετά τα «καλώς ήλθατε» και τα «λάβετε και πίετε τούτον τον Οίνον της υποδοχής».

Κατάγομαι από ένα βουνό της Απουλίας, χωρικός εκ χωρικών και πατέρας χωρικού, πλην ήξερα την πατρώα φωνή των Ρωμαίων, εκτός τις τρέχουσες διαλέκτους των Ιλλυριών, ένθεν και πέραθεν των Κεραυνίων.

Η φυλή μας, εκ Ρωμαϊδος, κατέφθασε στην Αυσονία και σύντομα συμπήξαμε Συνασπισμόν βοσκών, ρητόρων και συντεχνιών, αφού εκδιώξαμε τους ταβουλαρίους και τους ασηκρήτες της Μεγάλης Πόλεως του Τίβερι και έκτοτε μας είχαν κόψει το απελατίκιον και τα κονδύλια υπέρ καστελλίων και βαλλιστραρίων.

Εμείς την θέλαμε την Ρώμη, πλην, μαθημένοι σε ήθη και έθιμα άγνωστα σε αυτούς, επιδιώκαμε ειρήνευση, αρκεί να υπήρχε βόνα φίδε και να έκοβαν οι συγκλητικοί τα φορτιόρι, καθ΄ όσον είμεσθεν και ημείς Ρωμαίοι, α παιδίβους ουσκαδ καπούτ.

Επιδιώκαμε αβζόλβο αδ ινφινίτουμ και να άφηναν τις λεπτομέρειες.

Μπορεί με τα στενόμακρά μας άδρυα, ήτοι τα ταχύτατα μονόξυλά μας να τους ψειρίζαμε κανένα φόρτωμα από την εποχή του Σκερδιλαϊδα και να αποφεύγαμε την πληρωμή φόρων, αλλά η Ευρώπη ήτο βέρα νόστρα πάτρια επίσης και έπρεπε να στηριχτούμε στα κύρια θέματα. Εξάλλου άκιλα νον κάπτουρ μούσκιας.

Ο Πολιτάρχης που ήτο και συγγενής, μας βρήκε ρούχα κατάλληλα για την πρεσβεία, βγάλαμε τις ριγέ αναξυρίδες και πρωτοφόρεσα υπό το χλαμύδιον λεπτήν καμιζόλαν, υφιστάμενος παράδοξον αερισμόν των αιδοίων μου.

Ο Βασδραβές ήτο επικεφαλής, ομιλών εκ μέρους του ρήγα Τσίπρωνος, ενώ ο μιρακολόζος Ούφερ ο δεινός, αριθμομνήμων Βανδαλοβεσσός, εκράτει το βρέβιον με την κομπινάτιο νόβα που προσφέραμε.

Εκλεκτόν Οίνον τους πηγαίναμε. Μας είχαν ειπεί ότι οι πολυτελείς Ρωμαίοι ήτο χλομοί και ασθενείς, πάσχοντες εκ ποδάγρας και αδιάφοροι. Ήθελαν δεφέντιτ νουμέρους να πούμε οπόσοι είμεθα και πώς φορολογούμε, πράγματα που δεν είμεσθεν τόσο τρελοί να τα εξηγήσουμε, διότι θα μας έχαφταν και θα έφτυναν τα κοκκαλάκια μας με μισήν λεγεώνα.

Τεταρταίοι φθάσαμε στη Ρώμη και δεν είχε μήτε φλάμμουλα, μήτε Αετούς στο Καπιτώλιο. Σύγκλητος δεν υπήρχε. Εις το σύνθρονον, η ματωμένη τόγα ενός αυτοκράτορος που μόλις τον είχαν ακρωτηριάσει, αφού τον μάλωσαν. Και στη θέση των χλομών, ασθενικών Ρωμαίων, πλήθος ευτραφών Γότθων, Αντών και Σουηβών, ο δε βασιλεύς των με όνομα Οδόακρος, γυμνός και διάστικτος άνω του ομφαλού, φορών λιτήν ριγέ αναξυρίδα, πελεκηφόρος. Επιφανώς προβεβλημένον ένα μεμοράντουμ με σφραγίδα του Ζήνωνος, του αυτοκράτορος της Ανατολής, εξαιτίας του οποίου αφήσαμε το αγαπημένον μας Κάλλικουμ και καταφύγαμε σε όρη και στενωπούς. Δεν είχε ψηφία και λέξεις, μόνον αριθμούς τινάς.

Ήτο χαρούμενα άτομα, και έπιναν μπίρες ακατασχέτως, ζυμωμένες με βραστό νερό. Τον οίνο μας τον έδωσαν σε πληβείους και τα λόγια μας τα παράκουσαν. Μας όρισαν την ετησία φοροδοσία. Ζητήσαμε να είναι εις είδος και αρνήθηκαν. Δια πάσαν δε δικαιοπραξίαν ήθελαν δώδεκα χρυσίνους την αννόναν.

Ο Μάγιστρος δεν με χρειάστηκε. Έβλεπε τους πελέκεις. Ψέλλισε ντα, γιές, mais oui, δακόρ, σισισί και ναίσκε, είτα είπεν χαρασό και αντεγειά και ο Οδόακρος μας έδωσεν προθεσμίαν μηνών ολίγων και να φέρουμε την άλλην φοράν καλόν λογαριαστήν και καλόν μεταφραστήν.

Επιστρέψαμε και μας στεφάνωσαν οίκαδε. Ήτο ακόμη μεσαίων βλέπετε, ο Θευδέριχος μικρός και η Ραβέννα εργοτάξιον.

 

Ντίξιτ ετ ιν Αυσόνια έγκο.