Δεν βολευόμαστε με τις κυβερνήσεις μας. Ό,τι κι αν κάνουν. Αυτούς που ψηφίζουμε, νομίζοντας πως η ψήφος είναι ένα συμβόλαιο ατράνταχτο και προσοδοφόρο, νομίζουμε αργά ή γρήγορα πως είναι απατεώνες. Αυτούς που δεν ψηφίζουμε, τους ξεχέζουμε συνέχεια και με επιμονή, όχι επειδή μας ενοχλούν, αλλά επειδή πρέπει να μάθουν τι χάνουν, που δεν τους προτιμήσαμε, ώστε να πράξουν κάτι που θα τους κάνει δοτικούς και ενδοτικούς, για να μας προσελκύσουν.
Γι’ αυτό και αντί να κοιτάξω το εργόχειρό μου, στα γεράματα, με συνεπαίρνει κάθε τρεις και μία, μια μηχανική, αυτόματη αυτοκριτική. Ένα «βρε μπας και…». Πού και να ψήφιζα, δηλαδή.
Άραγε με ενοχλεί το ύφος του Φλαμπουράρη και όχι η πολιτεία του; Επειδή μου μοιάζει «ράθυμος και σέρτικος;». Και γιατί να θεωρώ τον Τσίπρα χαβαλέ; Επειδή έχει γίνει βούκινο στα ΜΜΕ;
Τρομάζω περισσότερο, επειδή, προχείρως, ανατρέχοντας σε είκοσι ετών καθημερινά άρθρα σε εφημερίδα, κάπου οκτώ χιλιάδες, κι άλλες πέντε χιλιάδες σε ψηφιακά μέσα, γραμμένα από το χεράκι μου, είναι ζήτημα να παίνεψα δέκα ανθρώπους και ανθρώπες , άπαξ και στιγμιαία.
Tην τέλεια συμπαιγνία του δικομματικού παιχνιδιού δεν την θωρρείτε, μάλλον ακίνητοι; Τα κοσμητικά επίθετα, δεν σας τρομάζουν εν τη ιδιωτεία αυτών; Δεν περιμένετε έναν δεκατισμό, μερικές αλλαγές προσώπων και μετά, σόι πάει το βασίλειο;
Στο βάθος, τώρα που το φιλοσοφώ (αξιοδάκρυτα) είμαι με τους ηττημένους. Πάντα. Από την εποχή των Ορλωφικών και εφεξής. Διότι τα εντός μου αλαλάζοντα κύμβαλα, δεν ηχούν με συσταζούμενους ρυθμούς. Εννοώ κανα μερένγκε, καμιά παϊντούσκα, τέτοια.
Μόνο Peek-a-boo. Ελληνιστί, κούκου τζά.