Patricia Highsmith
03-11-2017
Πέρασαν σχεδόν 15 χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα Patricia Highsmith, και έτσι, όταν έπιασα στα χέρια μου το A Suspension of Mercy, είχα τις αμφιβολίες μου. Όταν μεσολαβούν τέτοια χρονικά διαστήματα πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα. Ακόμα και για καθολική απόρριψη. Γιατί συμβαίνει κάτι περίεργο. Ενώ δεν θυμάσαι τα κείμενα που είχες διαβάσει, θυμάσαι τις αντιδράσεις σου απέναντι στα κείμενα, αλλά οι αντιδράσεις σου είναι οι αντιδράσεις κάποιου με τον οποίο ίσως και να μην έχεις πια και τόσες ομοιότητες. Θυμόμουν, για παράδειγμα, ξεκάθαρα, ότι οι χαρακτήρες τής Highsmith, και δεν μιλάω μόνο για τον Τομ Ρίπλεϊ, μου προκαλούσαν έντονα συναισθήματα συμπάθειας παρότι οι συμπεριφορές τους έβριθαν με παρεκκλίσεις από το γράμμα του νόμου. Με το που άρχισα να διαβάζω πάλι, όλα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους.
 
Η συνταγή της Highsmith είναι απλή. Ως αντιστάθμισμα στις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές των ηρώων της, φροντίζει να ενσταλάζει στις προσωπικότητές τους ισχυρές δόσεις υψηλού γούστου. Οι πρωταγωνιστές της είναι άνθρωποι με βαθιά κουλτούρα: με αγάπη για τη μουσική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική, το καλό φαγητό. Έτσι πλάθει χαρακτήρες αντιφατικούς για τον μέσο αναγνώστη γιατί το υψηλό γούστο, αν είναι αυθεντικό και όχι πιθηκισμός, είθισται να διαπερνά τις προσωπικότητες των ανθρώπων που το διασκεδάζουν και να τους ωθεί προς το καλό με την καθολική έννοια (προς ένα summum bonum αν θέλετε). Αλλά η Highsmith δεν τα πιστεύει αυτά. Εκμεταλλεύεται τη δική μας αφέλεια να πιστεύουμε στην ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών. Και φυσικά το συνεχίζει. Όταν βάζει αυτούς τους χαρακτήρες να διαπράττουν τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα, εισάγει ελλειπτικά κάτι απροσδόκητο. Γιατί οι άνθρωποι με υψηλό γούστο, για τα μάτια του μέσου ανθρώπου, δεν έχουν τα κότσια να υποπέσουν στα εγκλήματα που γλιστράνε με χαρακτηριστική ευκολία οι ήρωές της. Έτσι καταφέρνει να μας κάνει να ζηλεύουμε αυτό το αμάλγαμα ανθρώπου που ενέχει το καλύτερο και από τους δυο κόσμους. Τον κόσμο του εγκλήματος, και τον κόσμο μιας, ας την πω, μεστής ηθικής της καλοπέρασης. Στα βιβλία της στεκόμαστε απέναντι σε χαρακτήρες που ξέρουν να απολαμβάνουν, με όλη τη σημασία της λέξης, τις ζωές τους, αλλά ταυτοχρόνως, όταν βρεθούν απέναντι στον κίνδυνο ή τις δυσκολίες δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να σκεφτούν και να πράξουν έξω από τον κύκλο, είτε αυτός είναι ο ηθικός, είτε ο νομικός. Και πράττουν έξω από τον κύκλο, αναλαμβάνοντας ρίσκα, που εμείς, στη σκέψη τους και μόνο, θα χάναμε τον ύπνο μας. Και γινόμαστε έτσι λαθρακουστές και ηδονοβλεψίες αυτής της σαγηνευτικής φυλής που δεν γνωρίζει όρια. Και από ανθρώπινη αδυναμία, εμείς οι ταπεινοί αναγνώστες με τις τετριμμένες ζωές, τις μουσκεμένες πέρα ως πέρα με φοβίες, γινόμαστε συνένοχοί τους με τον πιο μύχιο τρόπο. Παρακαλάμε να γλιτώσουν από τους διώκτες τους, που συνήθως είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας σαν κι εμάς. Παρακαλάμε να μην υποστούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε, στο τέλος, ότι τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί. Κανένα κακό δε θα βρει αυτούς που προξένησαν κακό.
 
Η Highsmith συνιστά έναν από τους σκαπανείς της χειραφέτησης της λογοτεχνίας από τα στενά όρια της χριστιανικής ηθικής. Ο κακός θα μείνει ατιμώρητος, και αντί να βασανίζεται από τύψεις, θα ζήσει τη ζωή του μακαρίως, απολαμβάνοντας τις αποδόσεις του ρίσκου που επέλεξε να αναλάβει. Η Highsmith μάς κλείνει το μάτι. Αν μέσα σε όλα αυτά, κάποιος, επιμένει να βλέπει μόνο μυθοπλασία, αναλαμβάνει το ρίσκο να το πράξει.