Ήξερα πως τα Βαλκάνια παράγουν πολέμους και μάλιστα από αυτούς που επαναλαμβάνονται χωρίς να αιματωθεί πειστικά συμμαχικός εγκέφαλος. Ήξερα πως τα μελέτια, έχουν δικά τους βουβά σύμβολα, πως σέρνουν εγωπάθειες και βάσανα αιώνων, ήξερα το φυζίκ τους και τα χούγια τους. Αλλά τροφοδοτούσα ποιήματα και νοσταλγίες. Πταίω γι’ αυτό, πταίω ασυγχώρητα, πάντα θα πταίω.
Μεγάλωσα στα Γιαννιτσά και ήξερα. Όχι από βιβλία και από προπαγάνδες. Από τη κατακερματισμένη πόλη, πόλη χωρίς φειδώ στους χαρακτηρισμούς και στα επίθετα. Μικρός, τριγυριζόμουν από Στραντζαλήδες και Τρωαδίτες, από Ελλήσποντο σε Αδραμύτιο. Με τους μήνες και τα χρόνια γνώρισα τις επικράτειες. Τον Τσούκνο και τον Λιάγκραβο, τον Φαρασιώτη και τον Πόντιο του Τσαλή, διαφορετικόν από τον Πόντιο εκ Ρωσίας, τον Καρσλή, τον Επεσλή και τον ανώνυμο Παφλαγόνα. Γνώρισα τον Βουλγαροπρόσφυγα υπό την δορά της διπλής προσφυγιάς του εκ Ρωμυλίας, τον Μοραΐτη χωροφύλακα, τον Κρητικό εξόριστο λόγω ζωοκλοπής, τα προσωρινώς αμέτρητα παροδικά παιδιά των στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων. Τον ντόπιο ή νιζνάμη, τον συγγενή του ανταλλάξιμου βερχοβιστή, τον στρατολογημένο τουρκόφωνο του Πούλου, και τις ατέλειωτες μικρασιατικές κοιτίδες των Ομπαρλήδων, τους περιπαικτικούς Τρακατρούκηδες, τους μελαγχολικούς εκ Βιθυνίας και Καυκάσου, Σαρακατσαναίους και Κουτσόβλαχους και Μογλενίτες, είτε του κλίματος του Πάικου, είτε τους μετανάστες προς Μορίχοβο και Ρέσνα, τους σφιχτοδεμένους Μοναστηριώτες και άλλα μελέτια, από άλλη σωλήνωση: Ορθόδοξους, προτεστάντες, καθολικούς, Ουνίτες, υπόλοιπα εξαρχικών. Σε διαφορετικά δημοτικά σχολεία, λόγω τοπογραφίας, στο ίδιο Γυμνάσιο όλους μαζί. Ασκήθηκα εκ της προφοράς να τους διαχωρίζω. Όλοι μουρμούριζαν. Συνήθως οι –ογλού τα είχαν με τους δισύλλαβους, οι –ούδηδες συχνά το άλλαζαν σε –ίδηδες, μερικοί ήταν τελείως άδηλοι και ξεχώρισαν όταν καζάντησαν(ή έτσι νόμιζαν) στις Γερμανίες.
Και τα κορίτσια τους. Αυτά με ένοιαζαν. Οι συναρπαστικές Θρακιώτισσες ψηλές, ξανθές, και γαλαζομάτες, οι ντόπιες μη μου άπτου, πανέμορφες και διάφανες, μελετηρές και ποθητές, δαιμόνιες Πόντιες απο τις εκβολές του Άλυος και του Θερμώδοντος αμαζόνες, έως τις μπιρμπιλομάτες γειτόνισσες των παπούδων μου των Χάλδων της χώρας των Χαλύβων και του Καυκάσου παινεμένες, γειτόνισσες Αζέρων και Αρμεναίων. Μελαχρινές μακρόταλες, με μάτια στο χρώμα της γινωμένης ελιάς, άλλες Νιγδελούδες ωσάν Μήδειες και μια τους με πλατυινία και μαγουλήθρες, θαρρείς βγαλμένη από χαρέμι αμηράδων, γελαστή.
Το σχολειό, η εκκλησία, οι οικογενειακές παραδόσεις, μια γδαρμένη φλούδα ενοποίησης, καταλλαγής, που έφευγε με το πρώτο καυγαδάκι και μύριζε το αίμα τους από το σπασμένο κεφάλι, από το λερωμένο γόνατο σε πέντε ιδιόλεκτα, έτοιμοι όλοι για φυλετικό καβγά, κι ας άφριζαν ματαίως οι δασκαλίστικες συστάσεις. Κι επειδή υπήρχαν μεν βιβλία, αλλά και κλασικά και μικιμάου, περισσότερο ξεχώριζαν οι μαύροι ανάμεσά μας και οι φυλές ερυθροδέρμων. Ως Τζερόνιμο και τελευταίος των Μοϊκανών, γλύτωνες το βουλγαρόφωνος, το γερμανοτσολιάς, το εθνικόφρων, το εαμοβούλγαρος, το ποντιόφατσα και το προδότης. Κάλλιο Ριπ Κίρμπι και Κοσύγκιν, Μαντρέηκ ο Μάγος και Σούπερμαν, Γκαρικούπα και Έλβις Πέλβις. Μήτε πίτσκατα μάικα, σβάκος, ντουρντουβάκης, γαμψώνυχας, πόντια κεφαλή, τουρκομερίτης, κομιτατζής και Μάυς.
Όταν έφυγα το 1965, αγαπούσα την πρώτη και μόνη του βίου κοκκινομάλλα, που δεν άγγιξα μήτε το νυχάκι της, ο μόνος εκ Κομάνων και βλάχων του κάτω Ολύμπου πρασινομάτης. Συμπότης πάνω σε μαρμαράκι ταφής, πανηγυριστής πηδούκλας σε Γκόλντι μπάμπου, εραστής εορτών καππαδοκικών όπου έσειαν επάνω τους οστά κεκοιμημένων, γευσιγνώστης τυρόγαλου και επίδοξος σαλιγκαράς.
Πταίω γι’ αυτό, πταίω ασυγχώρητα, πάντα θα πταίω.