O Πύθων
02-05-2019

Με την Αθήνα γνωρίστηκα ουσιαστικά στα τέλη των σίξτις και είχα μόνον εικόνες της από μια ομαδική εκδρομη του 1962 και την εκδρομή του Πέμπτου το 1966.

Πρώτη παραμονή στο Κολωνάκι, σε έναν ξενώνα στην Ηρακλείτου. Με μια παρέα Σαλονικιών που για κάποιον λόγο με κάλεσε να τους συνοδέψω για να συνεχίσουμε τις πόκες και τα ξενύχτια μας. Μόνο που εκτός από χαρτοπαίκτες ήταν και αποκρυφιστές. Όλες και όλοι ήταν ελαφρώς μεγαλύτεροί μου, με εξαίρεση τον Μάγο.

Δεν ήταν εκδηλωμένοι στην πτωχομάνα, αλλά εκεί ξεσάλωσαν.

Οι πόκες έγιναν προσχηματικές, οι πλάκες και τα γέλια κομμένα. Ξόδευαν τα νιάτα τους σε σχοινοτενείς συζητήσεις για τρίτους οφθαλμούς, μυήσεις διαφόρων βαθμών, όσο για Ακτίνες, παλαντζάριζαν μεταξύ Τρίτης και Εβδόμης.

Κεντρική μορφή, ο Μάγος. Ένας έμορφος, σκοτεινός νέος, που είχε τη φήμη οδηγητή, Δάσκαλου. Μήτε ροκιές, μήτε δημώδεις νοσταλγίες. Αυτός έθετε τα θέματα και κατίσχυε στα εσωτερικά και εξωτερικά φλερτ.

Πολλοί ήταν της Μπλαβάτσκι, άλλοι σέβονταν μια ακαθόριστη Σχολή, μια Σέχτα, αλλά δεν έχαναν ευκαιρία, ήδη από τη Σαλονίκη να επισκέπτονται προφήτισσες, καφετζούδες και λεκανομάντεις. Άπαντες κολλημένοι με την Μετεμψύχωση. Και σημειολόγοι πριν τον Χάρη Καμπουρίδη.

Αναγνώριζαν σημάδια του καιρού, ακόμη κι από το τραύλισμά μου έκαναν διαγνώσεις Παταφυσικής, λάτρεις του Πυθαγόρα και του Ερμή Τρισμέγιστου.

Με αυτήν την παρέα γνωρίσαμε εκδότες, βιβλιοπώλες, άλλες σέχτες, παίρναμε σβάρνα τη Σκουφά και κάτι ινδικά για πατσουλιά και πουκαμίσες Μαχαρίσι. Και πολλές καφεδούκλες.

Έως τότε δεν ήξερα Αθηναίους, εκτός συμφοιτητές και ονόματα σε περιοδικά που διάβαζα και γνώρισα μερικά. Αλλά η παρέα από μόνη της ήταν ήδη γκιούλ μπαχτσές. Ήταν τόσο αφοσιωμένοι, που ήταν εύπιστοι.

Ξεκίνησα να τους δουλεύω.

Καθώς από μικρός καταβρόχθιζα για πλάκα και από ανία εγκυκλοπαίδειες, ήταν εύκολο να τους ταπώνω. Έχωνα στην κουβέντα μου ελληνικούρες-αποσπάσματα από αρχαίους που θυμόμουνα, τα συσχέτιζα με τις λέξεις «ενόραση» «σπήλαιο του πλάτωνος» και εκείνο το «όρπακι βραδίνω μάλιστα σε εικάσδω» που θυμόμουνα από τον Μυριβήλη και αποκτούσα συνάφεια.

Μιλούσε κάποιος για «πεφωτισμένους»; Έριχνα ένα «Ένθα με Σίντιες άνδρες» του Αρχίλοχου, ξερωγώ και εξηγούσα πως οι Ιλουμινάτοι τους ήταν μπαγιάτικοι μπροστά στους Τελχίνες, στην Μυρτάλη και στους Δίους Θράκες.

Μετά από απέραντο λακριντί,  ο Μάγος με ρώτηξε «Κατελήφθη η Ψυχή σου υπό του πύθωνος;» οπότε απάντησα, θυμάμαι «δεν έχω ψυχή»

Αυτό ήταν! Ξεκίνησαν τα τεστ.

Με έβγαλαν στον διάδρομο κι ένας άνοιγε κάθε τόσο την πόρτα και με ρωτούσε «τώρα τι γίνεται μέσα;». Απαντούσα « ο Τάδε σκέφτεται αριθμούς, η Δείνα φοβάται».

Έκλεινε την πόρτα και χάνονταν. Σε ένα λεπτό ρωτούσε κάτι άλλο. Είτε φοβόταν, είτε αριθμούσαν, το είχαν ντροπή να λένε «χαζομάρες λέει ο Πετεφρής» (ήταν και φρέσικο το παρατσούκλι) οπότε οι άλλοι θα τους έλεγαν αμέτοχους του φαινομένου.

Όλοι ήθελαν να μεθέξουν της Ύλης και του Βριαρού Τέρατος.

Μετά με κάλεσαν και τους αποκάλυψα ότι κουνάω τα αφτιά μου βάσει δεδομένου ρυθμού και μπορώ να γράφω ενώνοντας δυο μύτες μολυβιών και γράφοντας την ίδια φράση με κάθε χέρι, έτσι ώστε να αποτυπώνεται η γραφή και ο καθρέφτης της. Τους έκαμα επίδειξη και κόμπλαραν.

Μετά, έπρεπε να πάω στο Παγκράτι και τους άφησα να τσακώνονται αν ήμουν Προδρομικός ή φαινότυπος ζηλωτής του Σαταναήλου.

Κόλλησα εκεί και διανυκτέρευσα.

Την άλλη μέρα που ξαναγύρισα, με έβλεπαν και απέστρεφαν έντρομοι το βλέμμα. Δεν καταλάβαινα το γιατί.

Cut.

Πέρασαν χρόνια αρκετά, τουλάχιστον τριάντα και συναντώ κάποια από την συντροφία τυχαία, στο δρόμο. Είχα να τους δω πολύν καιρό και πουθενά Μπλαβάτσκι.

Με έπεισε να πιούμε έναν καφέ και μου ομολόγησε πως φεύγοντας εγώ για Παγκράτι, συμφώνησαν πως εξέφραζα τον Βελζεβούλη και ο Μάγος εισηγήθηκε μόλις γύριζα να με σκοτώσουν τελετουργικά για να μη μεταβληθούν σε ζόμπηδες.

Είχαν διαλέξει και τον τρόπο. Με παλούκι στο στέρνο.

Αλλά δεν είχα επιστρέψει εκείνο το βράδι και αγριεύτηκαν.

Ορκίστηκαν μάλιστα να με αποφύγουν επειδή δούλευα υποδουλωμένος επαγγελματικά στο Στράτευμα των Νεκρών της Ενωδίας, στο Τάγμα των Κερβέρων και αν αντιλαμβανόμουνα πως κινδύνευα, θα τους πετούσα Αρά και Κατάρα Αίματος και θα γινόταν όλες και όλοι υποτακτικοί μου, με την μορφή γάτας ή σαύρας.

Γέλασα αμέριμνα και αλλάξαμε θέμα. Ευτυχώς ήταν χειμώνας και κατάφερνα να κρύβω στο μπερέ μου τις εμφανείς φολίδες, ενώ μέσα από το παλτό τύλιγα με τρόπο την ουρά του Πύθωνος.

Οπότε χωρίσαμε φιλικά.

Ετικέτες: αναμνήσεις