Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, στο «παράρτημα Δαν» (από μία κλινική απέναντι από το Ρωσικό νοσοκομείο) και παρευθύς βρέθηκα σε περιβάλλον οικογενειών κυριολεκτικά από «αλλού γι αλλού». H Έννοια του ξένου ήταν ένα αυτονόητο crash-test.
Στην κυριακάτικη υποστολή της σημαίας, όπου η όποια βόλτα των κατοίκων μιας πόλης «πάγωνε» ώσπου να λήξει τη σάλπιγγας το μέρος, πρόλαβα το στρατιωτικό απόσπασμα να φοράει εγγλέζικα «πιάτα» στο κεφάλι και να λάμπουν κάτασπρες οι γκέτες από τα άρβυλά τους, από το στουπέτσι, παρόμοιο με αυτό που έβαφαν τις τζαμαρίες των μαγαζιών υπο ανακαίνιση.
Τα Γιαννιτσά και τη Θεσσαλονίκη γνώριζα σταδιακά, ενώ παράλληλα έβαινε και η γνωριμία με διάφορα χωριά, κυρίως από το βακούφι των Εβρενός, κατά βάση από της Σελάνιτζας τον κάμπο έως την πέραν του Βαρδάρη μελαγχολια. Με πολλούς θείους και περισσότερα ξαδέρφια, συμπληρώνονταν ένας όμιλος γεννηθέντων μεταξύ 1880 κι έως την απαρχή των σίξτις. Περιττό να σημειώσω πως από τις γενιές των γονιών μου, κρυφοκοιτάζω συγγενικούς απογόνους, όπως τέκνα και εγγόνια των εξαδέλφων μου, και περιεργάζομαι αβρά τον τρόπο που εκφράζονται χωρίς να παρεμβαίνω. Ακόμη και με τους απογόνους των παιδικών μου φίλων κρατάω μιαν επαφή όσο πατάει η γάτα. Βλέπω αρκετούς να προκόβουν στη μουσική ή σε άλλες δισιπλίνες, να τους πλαισιώνουν φίλες και φίλοι, αγνοώ πού μένουν και πώς τα βγάζουν πέρα, ενώ κρατώ τρυφερά αισθήματα για όλα τα μωρά τους που σκαρφαλώνουν στην πρώτη δεκαετία της ζωής τους και λυώνει η καρδιά μου από ένα «σύνδρομο του παππού» που παλαιότερα αγνούσα.
Ως άνθρωπος του περασμένου αιώνα, μετά βίας κατάφερα να ξεμπλέξω μερικά γενεαλογικά που παρουσίαζαν ενδιαφέρον.
Έτυχε και βοήθησα τον πατέρα μου, στην απογραφή πληθυσμού του 1961. Δεν έζησα πιο διασαλευμένη Κυριακή. Οι πληθυσμιακές ζώνες, η προέλευση των νοικοκυριών ήταν αδύνατο να διαχωριστούν από μία σκαλέτα, της φτώχειας, ας πούμε. Ακόμη και τα συνομήλικα παιδάκια μπορούσαν να χωριστούν μόνο με βάση τις μπίλιες που έπαιζαν: από τα γυαλάκια και κουινάκια, συν τις μαρμάρινες «μάνες» έως τις πήλινες γκάζες στις λασπογειτονιές, ήταν πάντα μια άκρως ταξική μικροκοινωνία που ωστόσο ξεχώριζαν ανάμεσά τους ο ικανός ποδηλατιστής που έκανε σαλτανάτια με το μπαλωμένο του ποδήλατο, και ξύριζε τα μισά του φρύδια, έως τον παιδαρά-λάστιχο που θαρρείς και είχε γεννηθεί πάνω σε ένα σκουριασμένο μονόζυγο.
Μπουρουκλέν, παλιά αγορά, Μπουτσάβα, Ταλαμπάς, Εσέκ Ντερέ, Αρίδα, Μαύρο και Άσπρο Άγαλμα, γέροντες Κρητικοί εξορισμένοι λόγω ζωοκλοπής, με κατσούνα, αόρατοι, ένας χιλιαστής που τονε προγκούσαν χωροφύλακες, αρκετά θρησκεύματα, ζώνες από ντόπιους και «πρόσφυγγες», ελαφρές παιδεραστικές συνήθειες μιας κουτσομπόλας κοινωνίας, μοιχοί που δραπέτευαν με το κασκορσέ από την αγκάλη της παινεμένης τους δίπλα το σπίτι το γαζωμένο με αυτόματα από σουμπερτιανούς, το ένα και μοναδικό «κουμούνιο των κυράδων» που πάτησαν πόδι ομαδικώς για να διώξουν μια σειράμενη-κουνάμενη σουμπρέττα που άναβε τα ντέρτια των παντρεμένων, αλλά και τα δικά μας ραντεβοτόπια, αφανή δια πάντα θνητόν, «ξιφομαχίες» (με τις μαλαπέρδες) σε ταράτσες σκοτεινές, η κόντρα «ζωής του παιδιού» με την έκδοση «προς τη νίκη», η πώληση θρησκευτικών εντύπων ένα φράγκο το κομμάτι σε χαμαιτυπεία και στον τεκέ ονόματι «ο κάτω κόσμος» όπου ζεϊμπέκευαν αριστοτεχνικά, και το στήθος της έμορφης γειτονοπούλας, έκθετο στο εφηβικό βλέμμα για δευτερόλεπτα, το βιβλίο του Κάρυλ Τσέσμαν με το εξώφυλλο το μιμούμενο κάγκελο κελλιού στον Μητακίδη, το φοντάν το γεμιστό με λικεράκι και κεράσι στο σπίτι που δέχονταν επισκέψεις και λερώθηκα, τις ελάχιστες βρύσες όπου χώναμε στο στόμα του μουσλούκι τους, ιδρωμένοι από τις τρεχάλες ώσπου βρέθηκε φίδι στη βραγιά με τα κρίνα και η κυρά Κανέλλα το έκοψε σε μερίδες με την τσάπα.
Και στο υποφωτισμένο δωμάτιο να σημειώνω, μεγαλύτερος τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα της ΕΠΣΜ ξεχωρίζοντας καθε χωριού την βαθεία καταγωγή, ήτοι Τσούκνους, λιάγκραβους, βουλγαροπρόσφυγες, ντόπιους και καραμανλήδες, τρακατρούκηδες κι έναν Αρμένη, Καρσλήδες, Επεσλήδες, Τραπεζούντιους τσακωμένους με Σαμσουνταίους, Θρακιώτες από Τσορλού κι από Ελλέσποντον, Χάλδους και άρθρα της «ποντιακής Εστίας» κι εκεί μέσα να χωράνε η ελληνική λογοτεχνία και η Περλ Μπακ, ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν και Ρώσοι δερματόδετοι Κλασικοί, ενώ ένας Ιωάννου, νέος ποδοσφαιριστής να πεθαίνει στο γήπεδο τρακάροντας στο τέρμα του Παναθηναϊκού και η φρεσκοτυπωμένη «Ομάδα» να έχει πρωτοσέλιδο «Ο Βουτσαράς κρύβεται». Οι «Εποχές» διαβασμένες κάθε μέρα δέκα φορές το λιγότερο, παρέα με τα μάτια της εκάστοτε αγαπημένης.