Σπουδαία επινόηση ο ποταμός. Ως λέξη που χρειάζεται γεφύρωση, αλλιώς, γάμησέ τα. Όποτε η αφήγηση κλατάρει, ένας ποταμούκος δίδει την λύση ως μηχανικός θεός, κι όχι από μηχανής θεός.
Φεύγουν κάτι ορεσίβιοι επειδή μάζεψαν ήλιο και οι εντόπιοι ξαμολάνε τα ΜΑΤ της εποχής; Ιδού, ποταμός ερρύη μέγας, την γλυτάρανε.
Μέριασε θολό ποτάμι; Θα ‘ρθει το συμπεθεριό.
Κι όλο και κάποιος Πώρος θα κοιτάει την άλλη όχθη από το βουνό των ελεφάντων του, ενώ ένας κοντούλης, θα ξαγρυπνά, ψάχνοντας πόρο να διαβεί.
Αλλά το πιο μπόσικο ποτάμι, ως μέγας πρωταγωνιστής, είναι εκείνο που περαματάρης ήταν ο Νέσσος. Ο Κένταυρος. Στον Εύηνο.
Περνά ο γενναίος Ήρως το νερό, αλλά η νύφη έπεται και μόλις ο Νέσσος αισθάνεται στη ράχη του την ροδοκάπουλη Διηάνειρα, γίνεται Τούρμπος ο ξαναμμένος.
Πρώτο λάθος. Όταν αγγαρεύεις Κενταύρους, δεν επιθυμούν ρεγάλο ή διόδια. Ονειρεύονται σάρκα εκ σαρκός και τετέλεσται.
Θυμωθείς ο Ήρως, κάνει το δεύτερο λάθος.
Οικονομία στα βλήματα.
Τονε τοξεύει, αλλά του αφήνει χρόνο για να ψελλίσει την εκδίκησή του. Δεν είχαν βγει ακόμη οι περήφανοι Νιντζαίοι.
Η Διηάνειρα το χάφτει, δέχεται τον χιτώνα με τα φλόκια, και μόλις εμφανίζεται η πάντα αθώα Ιόλη, ο Αθλοφόρος φορά τον χιτώνα και αυτό ήταν.
Αν το ποτάμι είναι ο Εύηνος, αδιαπραγμάτευτα, και ασχολείστε με τα σύγχρονα ελληνοπολιτικά, δεν χρειάζεται αντιστίξεις τις ο σύγχρονος Ηρακλής και τις ο Χιτών Του.
Καλύτερα να έπαιρνε την Διηάνειρα τσοτσό, αλλά έχουμε και μια δημόσια εικόνα να υπηρετήσουμε.