Οι δύο γέροι αγκαλιάστηκαν σφιχτά και κλαίγανε σαν παιδιά. Είχανε κάμποσα χρόνια να ανταμώσουνε από τον καιρό που ήτανε παιδιά στη μικρή τους πόλη. Χωρίζουν οι δρόμοι, αλλάζουν οι άνθρωποι.
-(Υ)γειά και χαρά σου, Πετεφρή.
-(Υ)γειά και χαρά σου, Πιλάτε, συντοπίτη.
-Πως πέρασαν τόσα χρόνια!
-Έμαθα πως έλειπες χρόνια σε τόπους μακρινούς. Είδες κι έμαθες πολλά. Υπηρέτησες καλά τους Ρωμαίους και σ’ ανταμείψανε γενναιόδωρα, φαντάζομαι. Κάποτε είδα κι ένα γραφτό σχετικά με σένα. Είχες, λέει, εξουσία. Κι ήτανε μια υπόθεση με έναν παλαβό που ξεσήκωνε τον κόσμο ενάντια στ’ αφεντικά του. Έμαθα πως αρνήθηκες να πάρεις θέση κι άφησες τους μπράβους των αφεντικών να κάνουν τη δουλειά τους. Καλά, έκαμες. Κι εγώ στη θέση, το ίδιο θα έκανα. Και τώρα που γύρισες, τι σκέφτεσαι να βρεις να κάνεις; Θα μπορούσες να γράφεις ιστορίες γι’ αυτά που είδες κι έζησες και να έχεις κάποιο εισόδημα μια και οι συντάξεις μας όπως ξέρεις πάνε κατά διαόλου. Γράψε, λοιπόν, διάολε. Αλλά και πάλι, μπορεί να έχεις αρκετά και να μη χρειάζεται να κάνεις τίποτε, τώρα στα γεράματα.
-Έχω μια σύνταξη, Πετεφρή μου. Πολλά δεν είναι αλλά θα μπορέσω να ζήσω «τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», ελπίζω. Όσο για το γράψιμο, δεν νομίζω ότι τα γραφτά μου θα άρεζαν στον κόσμο. Υπάρχει πολύ κακομοιριά στον τόπο μας. Να ακούνε για πράγματα που στενοχωρούν κι ενοχλούν. Ποιος έχει διάθεση για τέτοια σε καιρούς δύσκολους; Θαρρώ πως το πρόβλημα του τόπου μας δεν είναι το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) αλλά η ΑΕΕ (Ακαθόριστη Εθνική Ευτυχία).
-Να γράψεις, σου λέω. Χρειάζεται κι η δική σου «γυμνή» γλώσσα. Θα πουλήσει.
-Καλέ μου φίλε. Δεν στο είπα ποτέ, από παιδί, σε θαύμαζα για την τέχνη του λόγου σου. Έγραψες πολλά. Σε διαβάσανε. Ακούσανε τους στίχους σου σε τραγούδια κι είδανε το όνομα σου σε CDs και αναγγελίες για συναυλίες. Σε μάθανε στην Ευρώπη. Ήσουνα bon vivant, όλη σου τη ζωή. Εγώ, αντίθετα, έζησα τρείς δεκαετίες σε «τόπο εξορίας», Exile, όπως ονόμασε τους τόπους πολιτισμικής απομόνωσης ο Edward Said.
Έγραψα ένα μονάχα βιβλίο που εκδόθηκε χωρίς να ρωτηθώ. Είχα τίτλο “ 3 + i “. Δεν τους άρεσε και τον άλλαξα «Τρία πραγματικά κι ένα φανταστικό ή Τρείς κι η αφεντιά μου».
Αλήθεια, τι έγινε με τον Ιωσήφ εκείνο τον προστατευόμενο σου; Στενοχωρήθηκα για σένα όταν έμαθα για τη γυναίκα σου. Αλλά, τι να πει κανείς…
-Σου λέω, πρέπει να γράψεις. Έχεις αρκετά να πεις και να κερδίσεις, τουλάχιστον για την ψυχούλα σου.
-Έγραψε άλλος για μένα. Θυμάσαι, τη δεκαετία του 30, που τη Σοβιετική Ένωση διαφέντευε με βαρύ χέρι ο πατερούλης -ο Αραγκόν τον είχε αποκαλέσει «πελώριο αγκωνάρι που ακουμπάει πάνω του ο κόσμος»- ο σύντροφος Булгаков έγραψε για μένα, τον Πιλάτο, στο βιβλίο του «Ο μαίτρ και η Μαργαρίτα», που του πήρε 20 χρόνια να εκδοθεί ολοκληρωμένο, μεταθανάτια, φυσικά.
-Κοίτα υπάρχει και το Greek Cloud. Άρχισε να γράφεις. Θα σου αρέσει.
-Το ξέρω το Greek Cloud. Διάβασα πρόσφατα το δικό σου «Γραφή ή Θάνατος» και, να σου πω την αλήθεια στενοχωρήθηκα. Να γράφει για θάνατο και ν’ απαξιώνει τη ζωή, ο Πετεφρής; Αλλιώς σε ήξερα. Μα επιτέλους, γράψε κάτι όπως έγραφες παλιά. Ο Αύγουστος Κορτώ με περισσότερα βάσανα κι απ΄τους δυό μας καταφέρνει να κάνει τον κόσμο να γελάει και να αυτοσαρκάζεται. Τι είναι τούτο με το θάνατο στα γραφτά σου;
Θάναι, φαίνεται τα χρόνια που υπηρέτησες τους Φαραώ που είχανε επίδραση πάνω σου. Η Αίγυπτος λάτρευε το θάνατο σε αντίθεση με τους προγόνους μας που λάτρευαν τη ζωή. ‘Οσο για μένα, θα γράψω στο Greek Cloud για τη συνάντηση μας. Με το καλό να ξανανταμώσουμε, Πετεφρή.