Σε μία παράδοξη καμπή του βίου, όπου ήμην αγαπητός και εύχαρις, αλλά είχα γαμηθεί στην πεζοπορία, διότι μετρούσα τις βέργες της σπαγγετίνης και δεν έβραζα παραπάνω από 25 στην καθησιά, γνώρισα έναν επιδραστικό τύπο, τον Αδάμη, που όλοι διέδιδαν ότι οφείλει την δόξα του στην φιλία με τον Μπαρμπαφλιά.
Ήτο δε ο Μπαρμπαφλιάς, ηλικιώτης πολιτικός, υπουργεύσας και φίλος προέδρων τεχνικών εταιρειών, καταγόμενος εκ της Ανδρωνίας (κατά την Άνναν Κομνηνήν) είτε εκ μαχαλά της Κατάκαλης όπως ελέγετο η θυγάτηρ κατεπάνω Λέοντος τινός, που η κτητορική επιγραφή της Παναγίας των Χαλκέων τον εθεώρει διοικητήν Λαγουβαρδίας, μάλλον δε Σαγουδετίας θα ήτο το ορθόν.
Γενικώς, μετά τους χαρακτηρισμούς των Βλάχων του εκ Τουδέλης Βενιαμίν, αλλά και του στρατηγού Κεκαυμένου, εγλώσσευα την μπέρδαν μου, κάθε φορά που ενεργοποιούσα το λογοτεχνικόν GPS, πάντοτε διερωτώμενος εάν οι Αθρώποι αυτοί ήταν Ατιντάνες, ή μήπως φύλον Κοπατσιάρηδων που κάποτε, αναζητώντες την οδόν προς Ασκουρίδα, λάθεψαν και μαγεύτηκαν από το φεγγάρι του Θερμαϊκού, και πόθησαν να το ψαρέψουν, αλλά η χαράδρα της Ζελιάνας ήτο κακοτράχαλος και δεν έφτασαν ποτέ στον Πλαταμώνα.
Ο Αδάμης με δέχτηκε στο γραφείο του και μου παινεύτηκε. Όταν απελπίστηκε πως μπορούσα να του φανώ χρήσιμος στα πολιτικά παρασκήνια, με εκάλει, πίναμε καφέ και προσπαθούσε να μου βρει μια απασχόληση. Καθώς δεν ήξερα δια ζώσης τον Μπαρμπαφλιάν, αυτό έμοιαζε δύσκολο. Πάντως δε μου χρέωνε τον καφέ-τον έπρηζα με λαογραφικά τινά της γης του Πυθίου και του Κισσάβου.
Πέρασαν τα χρόνια, τηλεφωνιόμασταν άκεφα, γινόταν όλο και πιο εύπορος, ενώ ήτο ακαθόριστον το λειτούργημά του. Θεωρούσε τον Μπαρμπαφλιάν ιδιοφυία και περίμενε να αλλάξει υπουργείο, να λάβει κάτι σχετικό με μεταφορές και δίκτυα, οπότε υπέσχετο δουλειά με το καντάρι.
Ήρθαν έτζι τα πράγματα, ώστε δεν άλλαξε πόστο ο Μπαρμπαφλιάς, αλλά η κυβέρνησις. Και συναντώ τυχαίως τον Αδάμην, κουρελήν, ασθενήν, αλλά κομβιωμένον έως λάρυγγος, να περιμένει στο γραφείο καποιανού διοικητή, για να του πωλήσει μίαν ιδέαν που θα επλούτιζεν την Ανδρωνίαν και την κατέναντι Βοττικήν, άχρι Κουτμητζιβίσης και Καλαιδρύων.
Τα είπαμε στο πόδι επι δίλεπτο. «Τι κάνει ο Μπαρμπαφλιάς» τον ερωτώ. «Να πάει να γαμηθεί κι αυτός και τον μουνί που τον πέταξε» απαντά. «Έχεις κανα τσιγαράκι;»
Είχα.